πρόσουρος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = [[πρόσορος]] erklärt. – 2) ion. = [[πρόσορος]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = [[πρόσορος]] erklärt. – 2) ion. = [[πρόσορος]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πρόσορος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πρόσορος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:49, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσουρος Medium diacritics: πρόσουρος Low diacritics: πρόσουρος Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prósouros Transliteration B: prosouros Transliteration C: prosouros Beta Code: pro/souros

English (LSJ)

v. πρόσορος.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. πρόσορος.

Greek Monotonic

πρόσουρος: -ον, Ιων. αντί πρόσορος, εφαπτόμενος, γειτονικός, τῇ Ἀραβίῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., τὰ πρόσορα, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, όπου δεν είχε κανένα γείτονα παρά μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην απομόνωση.

Russian (Dvoretsky)

πρόσουρος: ион. = πρόσορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.

Middle Liddell

πρόσ-ουρος, ον, [ionic for πρόσορος
adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.