συμμονή: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0983.png Seite 983]] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν [[ὁμοῦ]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ [[ὁμοῦ]] ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20. | |lstext='''συμμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν [[ὁμοῦ]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ [[ὁμοῦ]] ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:08, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connection, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.
Greek (Liddell-Scott)
συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.
Russian (Dvoretsky)
συμμονή: ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.