συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] (s. [[ἄγω]]), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben [[συνδιημερεύω]], rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] (s. [[ἄγω]]), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben [[συνδιημερεύω]], rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
|lstext='''συνδιάγω''': [ᾰ], [[διάγω]] [[ὁμοῦ]], [[διέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος [[αὐτόθι]] 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.
}}
{{bailly
|btext=<i>s.e.</i> τὸν βίον;<br />passer sa vie avec ; <i>fig.</i> σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιάγω Medium diacritics: συνδιάγω Low diacritics: συνδιάγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΩ
Transliteration A: syndiágō Transliteration B: syndiagō Transliteration C: syndiago Beta Code: sundia/gw

English (LSJ)

[ᾰ], go through together, τὴν ἡμέραν Hsch.: abs. (sc. τὸν βίον), live together, Arist.Rh.1381a30; σ. τινί Id.EN1166a7, Dsc. Prooem.4; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1157b22; ἐπιθυμίαις ἀνόμοις σ. Plu.2.993c.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. ἄγω), mit od. zugleich durchführen; – sc. τὸν βίον, scheinbar intrans., zusammen leben, Arist. neben συνδιημερεύω, rhet. 2, 4; Plut. Alcib. 37, öfter.

French (Bailly abrégé)

s.e. τὸν βίον;
passer sa vie avec ; fig. σ. ἐπιθυμίαις PLUT vivre avec des désirs.
Étymologie: σύν, διάγω.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιάγω: [ᾰ], διάγω ὁμοῦ, διέρχομαι ὁμοῦ, «τὴν ἡμέραν συνδιήγαγον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. συνδιημέρευσαν· ἀπολ. (ἐξυπακ. τὸν βίον) ἔτι τοὺς ἡδεῖς συνδιαγαγεῖν καὶ συνδιημερεῦσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12· σ. τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 9. 4, 5· μετά τινος αὐτόθι 8. 5, 3· ἐπιθυμίαις ἀνόμοις συνδ. Πλούτ. 2. 993C.

Greek Monolingual

Α διάγω
1. περνώ την ημέρα μου μαζί με άλλον
2. περνώ τη ζωή μου με κάποιον.

Greek Monotonic

συνδιάγω: [ᾰ], μέλ. -άξω, περνώ την ώρα μου μαζί με ή διέρχομαι από κοινού· απόλ. (ενν. τὸν βίον), συζώ, ζω μαζί με, συμβιώνω, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιάγω: (sc. τὸν βίον) проводить жизнь, жить (τινί и μετά τινος Arst.): σ. ἐπιθυμίαις Plut. следовать своим влечениям.

Middle Liddell

fut. άξω
to go through together: absol. (sc. τὸν βίον) to live together, Arist.