συνωχαδόν: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunwxado/n
|Beta Code=sunwxado/n
|Definition=Adv., (συνέχω) poet. for [[συνοχηδόν]], of [[time]], [[perpetually]], [[continually]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>690</span>, <span class="bibl">Q.S.14.517</span>.--On the form, v. <span class="bibl">A.D. <span class="title">Adv.</span>196.14</span>.
|Definition=Adv., (συνέχω) poet. for [[συνοχηδόν]], of [[time]], [[perpetually]], [[continually]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>690</span>, <span class="bibl">Q.S.14.517</span>.--On the form, v. <span class="bibl">A.D. <span class="title">Adv.</span>196.14</span>.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωχᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[συνέχω]]) ποιητ. ἀντὶ [[συνοχηδόν]], ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι [[εὐθύς]]. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
|lstext='''συνωχᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[συνέχω]]) ποιητ. ἀντὶ [[συνοχηδόν]], ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι [[εὐθύς]]. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]], -δον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωχᾰδόν Medium diacritics: συνωχαδόν Low diacritics: συνωχαδόν Capitals: ΣΥΝΩΧΑΔΟΝ
Transliteration A: synōchadón Transliteration B: synōchadon Transliteration C: synochadon Beta Code: sunwxado/n

English (LSJ)

Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of time, perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.--On the form, v. A.D. Adv.196.14.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.

Greek (Liddell-Scott)

συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμ-αδόν)].

Greek Monotonic

συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: continuously (Hes. Th. 390, Q. S.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from ἔχω.

Middle Liddell

συνέχω poet. for συνοχηδόν
of time, perpetually, continually, Hes.