συνερκτικός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunerktiko/s
|Beta Code=sunerktiko/s
|Definition=ή, όν, ([[συνέργω]]) of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] into a [[corner]], [[cogent]], Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to [[συνερτικός]] ([[συνείρω]] ''ΙΙ'').
|Definition=ή, όν, ([[συνέργω]]) of a [[speaker]], [[driving]] his [[opponent]] into a [[corner]], [[cogent]], Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to [[συνερτικός]] ([[συνείρω]] ''ΙΙ'').
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d'autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
|lstext='''συνερκτικός''': -ή, -όν, ([[συνέργω]]) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον [[ἐπιχείρημα]], Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. [[συνακτικός]], [[συνεκτικός]]· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς ([[συνείρω]] ΙΙ).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; <i>sel.d'autres</i> dont les raisonnements sont pressants.<br />'''Étymologie:''' [[συνέργω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερκτικός Medium diacritics: συνερκτικός Low diacritics: συνερκτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synerktikós Transliteration B: synerktikos Transliteration C: synerktikos Beta Code: sunerktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (συνέργω) of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; sel.d'autres dont les raisonnements sont pressants.
Étymologie: συνέργω.

Greek (Liddell-Scott)

συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.

Greek Monotonic

συνερκτικός: -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνερκτικός: досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v.l. συνερτικός).

Middle Liddell

συν-ερκτικός, ή, όν συνέργω
of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.