τανύφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1068.png Seite 1068]] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, [[κράνεια]], Il. 16, 767; [[αἴγειρος]], Soph. frg. 692; [[ἐλάτη]], Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1068.png Seite 1068]] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, [[κράνεια]], Il. 16, 767; [[αἴγειρος]], Soph. frg. 692; [[ἐλάτη]], Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'écorce allongée ; au tronc élancé.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[φλοιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύφλοιος''': -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ [[μῆκος]] ἐκτεινόμενον, δηλ. [[ὑψηλός]], κρανείη Ἰλ. Π. 767· [[αἴγειρος]] Σοφ. Ἀποσπ. 692.
|lstext='''τᾰνύφλοιος''': -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ [[μῆκος]] ἐκτεινόμενον, δηλ. [[ὑψηλός]], κρανείη Ἰλ. Π. 767· [[αἴγειρος]] Σοφ. Ἀποσπ. 692.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'écorce allongée ; au tronc élancé.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[φλοιός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 09:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύφλοιος Medium diacritics: τανύφλοιος Low diacritics: τανύφλοιος Capitals: ΤΑΝΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: tanýphloios Transliteration B: tanyphloios Transliteration C: tanyfloios Beta Code: tanu/floios

English (LSJ)

ον, of trees, with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth, κράνεια Il.16.767; αἴγειρος S.Fr.593.2(lyr.); ἔρινος Theoc.25.250; ἐλάτη Orph.A.607.

German (Pape)

[Seite 1068] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'écorce allongée ; au tronc élancé.
Étymologie: τανύω, φλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύφλοιος: -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ μῆκος ἐκτεινόμενον, δηλ. ὑψηλός, κρανείη Ἰλ. Π. 767· αἴγειρος Σοφ. Ἀποσπ. 692.

English (Autenrieth)

with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρα)
1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό
2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνύφλοιος: -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύφλοιος: с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий (κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.).

Middle Liddell

τᾰνύ-φλοιος, ον, τανύω
of trees, with long-stretched bark, i. e. of tall or slender growth, Il.