τετράτρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, [[ἄρτος]], Hes. O. 444.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1099.png Seite 1099]] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, [[ἄρτος]], Hes. O. 444.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut rompre en quatre.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[θρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]].
|lstext='''τετράτρῠφος''': -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα [[σταυροειδῶς]]» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut rompre en quatre.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[θρύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτρῠφος Medium diacritics: τετράτρυφος Low diacritics: τετράτρυφος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: tetrátryphos Transliteration B: tetratryphos Transliteration C: tetratryfos Beta Code: tetra/trufos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω) broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)].

Greek Monotonic

τετράτρῠφος: -ον (θρύπτω), σπασμένος σε τέσσερα κομμάτια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράτρῠφος: разломанный на четыре куска Hes.

Middle Liddell

τετρά-τρῠφος, ον, θρύπτω
broken into four pieces, Hes.