τελωνία: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1089.png Seite 1089]] ἡ, = [[τελωνεία]], Dem. 21, 166 u. Sp., wie D. Cass.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1089.png Seite 1089]] ἡ, = [[τελωνεία]], Dem. 21, 166 u. Sp., wie D. Cass.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />ferme des impôts, perception des impositions.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τελωνία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ τελώνου· ἡ [[ἐκμίσθωσις]], [[εἴσπραξις]] τῶν δημοσίων προσόδων, Δημ. 568. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|lstext='''τελωνία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] ἢ [[ὑπούργημα]] τοῦ τελώνου· ἡ [[ἐκμίσθωσις]], [[εἴσπραξις]] τῶν δημοσίων προσόδων, Δημ. 568. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />ferme des impôts, perception des impositions.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνία Medium diacritics: τελωνία Low diacritics: τελωνία Capitals: ΤΕΛΩΝΙΑ
Transliteration A: telōnía Transliteration B: telōnia Transliteration C: telonia Beta Code: telwni/a

English (LSJ)

ἡ, office of τελώνης: tax-farming, D.21.166; τελώνας (leg. τελωνίας) καὶ βιαίους πράξεις ἀποτελεῖ Vett.Val.2.11.

German (Pape)

[Seite 1089] ἡ, = τελωνεία, Dem. 21, 166 u. Sp., wie D. Cass.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ferme des impôts, perception des impositions.
Étymologie: τελώνης.

Greek (Liddell-Scott)

τελωνία: ἡ, τὸ ἔργονὑπούργημα τοῦ τελώνου· ἡ ἐκμίσθωσις, εἴσπραξις τῶν δημοσίων προσόδων, Δημ. 568. 7. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Greek Monolingual

και τελωνεία, ἡ, Α τελώνης
1. η εκμίσθωση τών δημόσιων προσόδων
2. το αξίωμα του τελώνη
3. μτφ. υπερβολική χρέωση.

Greek Monotonic

τελωνία: ἡ, το έργο του τελώνου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τελωνία:откуп налогов Dem.

Middle Liddell

τελωνία, ἡ,
the office of τελώνης, Dem.

English (Woodhouse)

farming of taxes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)