Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοπογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />topographe.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπογράφος''': [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.
|lstext='''τοπογράφος''': [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />topographe.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογρᾰ́φος Medium diacritics: τοπογράφος Low diacritics: τοπογράφος Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: topográphos Transliteration B: topographos Transliteration C: topografos Beta Code: topo/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, topographer, D.S.31.18.

German (Pape)

[Seite 1129] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
topographe.
Étymologie: τόπος, γράφω.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά.
αρχ.
αυτός που περιγράφει έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -γράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topographer].

Greek Monotonic

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω) αυτός που ασχολείται με την τοπογραφία.

Middle Liddell

τοπο-γρᾰ́φος, ὁ, γράφω
a topographer.