τροχαλός: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=troxalo/s | |Beta Code=troxalo/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running]], <b class="b3">τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν</b> makes him [[run quick]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 518</span> (but v. infr. ''ΙΙ''); Μοιράων τροχαλώτερε <span class="title">AP</span>7.681 (Pall.); τ. ὄχοι [[swift-rolling]], <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>146</span> (anap.). Adv. <b class="b3">-λῶς</b> <span class="title">Gloss.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[round]], AP 5.34 (Rufin), <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>589</span>, etc.; and in Hes. [[l.c.]], Eust. and others interpret it by [[κυρτός]], <b class="b2">bowed, bent;</b> cf. [[τρόχμαλος]].</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[running]], <b class="b3">τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν</b> makes him [[run quick]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span> 518</span> (but v. infr. ''ΙΙ''); Μοιράων τροχαλώτερε <span class="title">AP</span>7.681 (Pall.); τ. ὄχοι [[swift-rolling]], <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>146</span> (anap.). Adv. <b class="b3">-λῶς</b> <span class="title">Gloss.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[round]], AP 5.34 (Rufin), <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>589</span>, etc.; and in Hes. [[l.c.]], Eust. and others interpret it by [[κυρτός]], <b class="b2">bowed, bent;</b> cf. [[τρόχμαλος]].</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui court ; <i>p. ext.</i> rapide ; <i>p. anal.</i> roulant.<br />'''Étymologie:''' [[τροχός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροχᾰλός''': -ή, -όν, ([[τρέχω]]) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ [[ταχέως]] κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. [[στρογγύλος]], Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[κυρτός]], κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. [[τρόχμαλος]]. | |lstext='''τροχᾰλός''': -ή, -όν, ([[τρέχω]]) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ [[ταχέως]] κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. [[στρογγύλος]], Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[κυρτός]], κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. [[τρόχμαλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A running, τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν makes him run quick, Hes.Op. 518 (but v. infr. ΙΙ); Μοιράων τροχαλώτερε AP7.681 (Pall.); τ. ὄχοι swift-rolling, E.IA146 (anap.). Adv. -λῶς Gloss. II round, AP 5.34 (Rufin), Nic.Th.589, etc.; and in Hes. l.c., Eust. and others interpret it by κυρτός, bowed, bent; cf. τρόχμαλος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui court ; p. ext. rapide ; p. anal. roulant.
Étymologie: τροχός.
Greek (Liddell-Scott)
τροχᾰλός: -ή, -όν, (τρέχω) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ ταχέως κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. στρογγύλος, Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ κυρτός, κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. τρόχμαλος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
κυρτός, κεκαμμένος
αρχ.
1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου
τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.)
2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα
3. στρογγυλός, κυκλικός.
επίρρ...
τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ
νεοελλ.
(μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»
(ως ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωνε το τεντωμένο σχοινί σιγά σιγά, κν. λάσκα αρία
μσν.
βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα -αλός (πρβλ. απ-αλός, ομ-αλός)].
Greek Monotonic
τροχᾰλός: -ή, -όν (τρέχω), αυτός που τρέχει, τροχαλόν τινα τιθέναι, κάνω κάποιον να τρέχει γρήγορα, σε Ησίοδ.· τροχαλοὶ ὄχοι, αυτοί που ρολάρουν γρήγορα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τροχᾰλός:
1) бегущий, мчащийся (ὄχοι Eur.): τροχαλόν τινα τιθέναι Hes. заставлять кого-л. бежать;
2) круглый (γελασῖνοι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχαλός -ή -όν [τρόχος] snel lopend, zich snel bewegend.
Middle Liddell
τροχᾰλός, ή, όν τρέχω
running, τροχαλόν τινα τιθέναι to make one run quick, Hes.; τρ. ὄχοι swift-rolling, Eur.