τριπιθήκινος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tripiqh/kinos
|Beta Code=tripiqh/kinos
|Definition=η, ον, [[thrice]] or [[throughly apish]], ῥύγχος <span class="title">AP</span>11.196 (Lucill.).
|Definition=η, ον, [[thrice]] or [[throughly apish]], ῥύγχος <span class="title">AP</span>11.196 (Lucill.).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />trois fois aussi laid qu'un singe.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πίθηκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐπῐθήκῐνος''': -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, [[ὅλως]] [[πιθηκοειδής]], [[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, [[οἷον]] ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.
|lstext='''τρῐπῐθήκῐνος''': -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, [[ὅλως]] [[πιθηκοειδής]], [[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, [[οἷον]] ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />trois fois aussi laid qu'un singe.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πίθηκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπῐθήκῐνος Medium diacritics: τριπιθήκινος Low diacritics: τριπιθήκινος Capitals: ΤΡΙΠΙΘΗΚΙΝΟΣ
Transliteration A: tripithḗkinos Transliteration B: tripithēkinos Transliteration C: tripithikinos Beta Code: tripiqh/kinos

English (LSJ)

η, ον, thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu'un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπῐθήκῐνος: трижды, т. е. вполне обезьяний (ῥύγχος Anth.).

Middle Liddell

τρῐ-πῐθήκῐνος, η, ον
thrice or thoroughly apish, Anth.