τἆρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] att. zsgzgn statt τοι ἄρα, Andere schreiben τἄρα, wie Dind. Ar. Ran. 252.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] att. zsgzgn statt τοι ἄρα, Andere schreiben τἄρα, wie Dind. Ar. Ran. 252.
}}
{{bailly
|btext=<i>crase att. p.</i> [[τοι]] [[ἄρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τἆρα''': ἢ τἄρα (ὡς ὁ Wolf), Ἀττ. [[κρᾶσις]] [[ἀντί]] τοι ἄρα.
|lstext='''τἆρα''': ἢ τἄρα (ὡς ὁ Wolf), Ἀττ. [[κρᾶσις]] [[ἀντί]] τοι ἄρα.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>crase att. p.</i> [[τοι]] [[ἄρα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ντάρα]], η, Ν<br /><b>1.</b> η [[διαφορά]] μικτού και καθαρού βάρους, το [[απόβαρο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παίρνω]] την [[τάρα]]» — [[ζυγίζω]] το [[απόβαρο]]<br />β) «[[βγάζω]] την [[τάρα]]» — [[αφαιρώ]] το [[απόβαρο]] για να βρω το καθαρό [[βάρος]]<br />γ) «μάς βγάλανε [[ντάρα]]»<br /><b>μτφ.</b> δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν [[κάπου]], μάς παρέλειψαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>tara</i> «[[απόβαρο]]» <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>tarha</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>țaraha</i> «[[αφαιρώ]], [[αποβάλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[τἆρα]] ή τἄρα Α<br />(στους Αττ. συγγραφείς) [[κράση]] [[αντί]] <i>τοι ἄρα</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τἆρα:''' [[κράση]] αντί [[τοι]] [[ἄρα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 1069] att. zsgzgn statt τοι ἄρα, Andere schreiben τἄρα, wie Dind. Ar. Ran. 252.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τοι ἄρα.

Greek (Liddell-Scott)

τἆρα: ἢ τἄρα (ὡς ὁ Wolf), Ἀττ. κρᾶσις ἀντί τοι ἄρα.

Greek Monolingual

(I)
και ντάρα, η, Ν
1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο
2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» — ζυγίζω το απόβαρο
β) «βγάζω την τάρα» — αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος
γ) «μάς βγάλανε ντάρα»
μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν κάπου, μάς παρέλειψαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tara «απόβαρο» < αραβ. tarha < αραβ. țaraha «αφαιρώ, αποβάλλω»].
(II)
τἆρα ή τἄρα Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση αντί τοι ἄρα.

Greek Monotonic

τἆρα: κράση αντί τοι ἄρα.