τύκισμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1160.png Seite 1160]] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
|lstext='''τύκισμα''': τό, [[ἐργασία]] λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. [[τύκη]], [[τύκος]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />construction en pierres de taille.<br />'''Étymologie:''' [[τυκίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκισμα Medium diacritics: τύκισμα Low diacritics: τύκισμα Capitals: ΤΥΚΙΣΜΑ
Transliteration A: týkisma Transliteration B: tykisma Transliteration C: tykisma Beta Code: tu/kisma

English (LSJ)

ατος, τό, a working of stones, in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, E.Tr.814 (lyr.); λαΐνων τυκις μάτων Id.Fr.125.3, cf.HF1096.

German (Pape)

[Seite 1160] τό, das Behauene, das aus behauenen Steinen Erbau'te, steinerne Mauer; Seidl. Eur. Troad. 831; Lycophr. 349.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
construction en pierres de taille.
Étymologie: τυκίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τύκισμα: τό, ἐργασία λίθων, ἐν τῷ πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη ἐκ λίθων συνῳκοδομημένων διὰ τοῦ κανόνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, Εὐρ. Τρῳ. 812· λαΐνων τυκισμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 124. 3· πρβλ. τύκη, τύκος.

Greek Monolingual

τὸ, Α τυκίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυκίζω.

Greek Monotonic

τύκισμα: -ατος, τό, κατεργασία λίθων· στον πληθ., κανόνων τυκίσματα, δηλ. τείχη από λίθους οικοδομημένους με τη σειρά αντίθ. προς τα ακατέργαστα Κυκλώπεια τείχη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τύκισμα: ατος (ῠ) τό каменное сооружение Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύκισμα -ατος, τό [τυχίζω] steenwerk, muur.

Middle Liddell

τύκισμα, ατος, τό,
a working of stones: in plural, κανόνων τυκίσματα, i. e. walls of stone worked by rule, opp. to the rude Cyclopean building, Eur.