τόξαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τόξαρχος''': ὁ, [[κύριος]], ἄρχων τοῦ τόξου, [[τοξότης]], ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. [[τόξον]] Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι [[τόξαρχος]], Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.
|lstext='''τόξαρχος''': ὁ, [[κύριος]], ἄρχων τοῦ τόξου, [[τοξότης]], ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. [[τόξον]] Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι [[τόξαρχος]], Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chef des archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόξαρχος Medium diacritics: τόξαρχος Low diacritics: τόξαρχος Capitals: ΤΟΞΑΡΧΟΣ
Transliteration A: tóxarchos Transliteration B: toxarchos Transliteration C: toksarchos Beta Code: to/carxos

English (LSJ)

ὁ, A lord of the bow, archer, of the Persians (cf. τόξον 1.1), A.Pers.556(lyr.). II captain of the archers, IG12.79.7, Th.3.98; also τοξάρχης, Arr.An.1.8.4, 1.22.7.

German (Pape)

[Seite 1128] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef des archers.
Étymologie: τόξον, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

τόξαρχος: ὁ, κύριος, ἄρχων τοῦ τόξου, τοξότης, ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι τόξαρχος, Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.

Greek Monolingual

ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου του στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.)
2. (ειδικά) διοικητής του σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῦ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.)
3. (στην αρχ. Αθήνα) ο αρχηγός της πολιτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -αρχος].

Greek Monotonic

τόξαρχος: ὁ,
I. ο άρχοντας του τόξου, τοξότης, σε Αισχύλ.
II. ο αρχηγός της στρατιωτικής τάξης των τοξοβόλων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τόξαρχος:токсарх, начальник лучников, командующий лучниками Aesch., Thuc.

Middle Liddell

τόξ-αρχος, ὁ,
I. lord of the bow, bowman, archer, Aesch.
II. captain of the archers, Thuc.

English (Woodhouse)

commander of archers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)