φιλοπραγμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, das Wesen des [[φιλοπράγμων]], Geschäftigkeit, Thätigkeit; φεύγοντας τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην Plat. Rep. VIII, 549 c; Dem. 1, 14 u. öfter; bes. unnütze Geschäftigkeit, Einmengung in fremde Händel, dah. Streit- od. Prozeßsucht, Sp. – Bei Strab. 1, 1,7 im guten Sinne von Homers vielseitigen geographischen Kenntnissen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, das Wesen des [[φιλοπράγμων]], Geschäftigkeit, Thätigkeit; φεύγοντας τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην Plat. Rep. VIII, 549 c; Dem. 1, 14 u. öfter; bes. unnütze Geschäftigkeit, Einmengung in fremde Händel, dah. Streit- od. Prozeßsucht, Sp. – Bei Strab. 1, 1,7 im guten Sinne von Homers vielseitigen geographischen Kenntnissen.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />manie de se mêler des affaires d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπράγμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπραγμοσύνη''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φιλοπράγμων]], [[ἤγουν]] [[περίεργος]] καὶ [[πολυάσχολος]], [[περιεργία]], [[ἀνήσυχος]] [[τρόπος]] τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις [[ἀνάμιξις]], φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ [[πολυπραγμοσύνη]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1.
|lstext='''φῐλοπραγμοσύνη''': ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[φιλοπράγμων]], [[ἤγουν]] [[περίεργος]] καὶ [[πολυάσχολος]], [[περιεργία]], [[ἀνήσυχος]] [[τρόπος]] τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις [[ἀνάμιξις]], φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ [[πολυπραγμοσύνη]], Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />manie de se mêler des affaires d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοπράγμων]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπραγμοσύνη Medium diacritics: φιλοπραγμοσύνη Low diacritics: φιλοπραγμοσύνη Capitals: ΦΙΛΟΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philopragmosýnē Transliteration B: philopragmosynē Transliteration C: filopragmosyni Beta Code: filopragmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, busy disposition, meddlesomeness, restless habit of life, φεύγοντος τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Pl.R.549c; of Philip of Macedon, D.1.14, 4.42; of Meidias, Id.21.137; synon. with πολυπραγμοσύνη, Arist.Top.111a10.

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, das Wesen des φιλοπράγμων, Geschäftigkeit, Thätigkeit; φεύγοντας τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπραγμοσύνην Plat. Rep. VIII, 549 c; Dem. 1, 14 u. öfter; bes. unnütze Geschäftigkeit, Einmengung in fremde Händel, dah. Streit- od. Prozeßsucht, Sp. – Bei Strab. 1, 1,7 im guten Sinne von Homers vielseitigen geographischen Kenntnissen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
manie de se mêler des affaires d'autrui.
Étymologie: φιλοπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπραγμοσύνη: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φιλοπράγμων, ἤγουν περίεργος καὶ πολυάσχολος, περιεργία, ἀνήσυχος τρόπος τοῦ βίου, ἡ εἰς ξένας ὑποθέσεις ἀνάμιξις, φεύγοντες τάς τε τιμὰς καὶ ἀρχὰς καὶ δίκας καὶ τὴν τοιαύτην πᾶσαν φιλοπρ. Πλάτ. Πολ. 549C· ἀποδιδομένη εἰς τὸν Φίλιππον τῆς Μακεδονίας ὑπὸ τοῦ Δημ. 13. 9., 52. 9, πρβλ. 559. 21· συνώνυμ. τῷ πολυπραγμοσύνη, Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 1.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ φιλοπράγμων, -ονος]
το να είναι κανείς φιλοπράγμων·.

Greek Monotonic

φῐλοπραγμοσύνη: ἡ, πολυάσχολη διάθεση, πολυπραγμοσύνη, συνήθειες ζωής χωρίς ξεκούραση, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπραγμοσύνη: (ῠ) ἡ хлопотливость, суетливость, неугомонность Plat., Dem., Arst.

Middle Liddell

φῐλοπραγμοσύνη, ἡ,
a busy disposition, meddlesomeness, restless habits of life, Plat., Dem. [from φῐλοπράγμων]

English (Woodhouse)

bustle, fuss, meddling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)