ψάρ: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] [[ψαρός]], ὁ, ion. u. ep. ψήρ, der [[Staar]]; Il. 16, 583. 17, 755, das erste Mal in der epischen, das andre Mal in der gew. Form; ψᾶρες Antiphan. bei Ath. 65 e; Sp. – Von [[ψαίρω]], eigtl. der Schnarrvogel. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] [[ψαρός]], ὁ, ion. u. ep. ψήρ, der [[Staar]]; Il. 16, 583. 17, 755, das erste Mal in der epischen, das andre Mal in der gew. Form; ψᾶρες Antiphan. bei Ath. 65 e; Sp. – Von [[ψαίρω]], eigtl. der Schnarrvogel. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ψαρός]] (ὁ) :<br />étourneau, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sturnus -- pour ψ‖lat. st-, cf. [[ψαίρω]]‖sternuto. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψάρ''': ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, [[ψηρός]], ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται μετὰ τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.) | |lstext='''ψάρ''': ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, [[ψηρός]], ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται μετὰ τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν [[νέφος]] ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.) | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 11:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, gen. ψᾱρός: pl. ψᾶρες: Ion. ψήρ, ψηρός, ψῆρες:—starling, Sturnus vulgaris, ὥς τε ψαρῶν νέφος . . ἠὲ κολοιῶν Il.17.755; ἴρηκι ἐοικὼς ὠκέϊ, ὅς τ' ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε 16.583; ψῆρες, dat. ψήρεσι, Q.S.8.387, 11.218; ψᾶρες Antiph.302 (anap.), AP9.373, Gal.6.567; Plu.2.972f mentions their being taught to speak, cf. Gell.13.21 (20).25.
German (Pape)
[Seite 1391] ψαρός, ὁ, ion. u. ep. ψήρ, der Staar; Il. 16, 583. 17, 755, das erste Mal in der epischen, das andre Mal in der gew. Form; ψᾶρες Antiphan. bei Ath. 65 e; Sp. – Von ψαίρω, eigtl. der Schnarrvogel.
French (Bailly abrégé)
ψαρός (ὁ) :
étourneau, oiseau.
Étymologie: cf. lat. sturnus -- pour ψ‖lat. st-, cf. ψαίρω‖sternuto.
Greek (Liddell-Scott)
ψάρ: ὁ, γεν. ψᾱρός· πληθ. ψᾶρες· Ἰων. ψήρ, ψηρός, ψῆρις· ― «ψαρόνι», Stornus vulgaris, συνάπτεται μετὰ τοῦ κολοιοῦ καὶ λέγεται ὅτι πέτεται κατὰ σμήνη, τῶν δ’ ὥς τε ψαρῶν νέφος ἔρχεται ἠὲ κολοιῶν Ἰλ. Ρ. 755· ἵρηκι ἐοικώς ὠκέϊ, ὃστ’ ἐφόβησε κολοιούς τε ψῆράς τε Π. 583· οὕτω ψῆρες, δοτ. ψήρεσι, ἀνατᾷ παρ τῷ Κοΐντῳ Σμυρν. 8. 387., 11. 218· ψᾶρες παρ’ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 30, Ἀνθ. Π. 9. 373· ὁ Πλούτ. 2. 972F λέγει ὅτι δύνανται διὰ διδασκαλίας νὰ ὁμιλῶσι, (πρβλ. 13. 20, Λοβεκ. Παραλ. 20. (Πρβλ. τὸ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς ψαρόνι· Λατ. stur-nus· Ἀρχ. Γερμ. star-a· Ἀγγλο-Σαξον. stear-a (stare, starling)· Βοημ. skorec.)
English (Autenrieth)
pl. gen. ψαρῶν, acc. ψῆρας: starling, or meadow lark, Il. 17.755 and Il. 16.583.
Greek Monotonic
ψάρ: ὁ, γεν. ψᾱρός, Ιων. ψήρ, ψηρός, ψαρόνι, ψαροπούλι, ψαροφάγος· λέγεται ότι πετά κατά σμήνη, ψηρῶν νέφος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ψάρ: ψᾱρός, эп.-ион. ψήρ, ψηρός ὁ (pl. ψᾶρες) скворец (Sturnus vulgaris) Hom., Arst., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψάρ, ψαρός, ὁ, Ion. ψήρ, spreeuw (vogel).
Middle Liddell
a starling, mentioned as flying in a cloud, ψηρῶν νέφος Il.
Frisk Etymology German
ψάρ: {psár}
Forms: Gen. ψαρός, Nom.pl. ψᾶρες (P755 Gen.pl. ψαρῶν [s.u.], Antiph., Dsk., AP 9, 373 u.a.); auch ψήρ, ψηρός, ψῆρες (P 583 ψῆρας, Q. S., AP 7, 172), ψᾶρος od. ψάρος (Arist., Gal.)
Grammar: m.
Meaning: Star. Ausführlich Thompson Birds s.v.
Derivative: Davon ψαρός starfarben, grau, gesprenkelt (Ar., Arist., LXX u.a.); vgl. Georgacas Glotta 36, 193.
Etymology: Der lästige ep. Gen. pl. ψαρῶν läßt sich als metrische Dehnung eines kurzvokaligen *ψαρῶν erklären; älteste Flexion somit ψήρ: *ψαρός, wozu neuer Nom. ψάρ (α) usw. ? (J. Schmidt KZ 25, 20; zustimmend Kretschmer Glotta 4, 336). Andere, unglaubhafte Hypothesen über die Stammbildung bei WP. 2, 666; zur Erklärung des Vokalwechsels noch Björck Alpha impurum 45 u. 219 (m. reicher Lit.). — Ohne sichere Etymologie. Über die entfernte Möglichkeit, den germ. Namen des Stars, ahd. stara usw., einschließlich lat. sturnus ib. (und ἀστραλός?; s.d.) lautlich damit zu vereinigen, Schwyzer 329; vgl. noch die s. σποργίλος besprochenen Vogelnamen (idg. sper-; WP. a.O., Pok. 991) und W.-Hofmann s. sturnus.
Page 2,1130