ἀγροιώτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.<i>Th</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[del campo]], [[agreste]] Πρίηπος <i>AP</i> 6.22 (Zon.).<br /><b class="num">2</b> c. sent. peyor. [[palurdo]], [[paleto]] νήπιοι <i>Od</i>.21.85, [[ἀποφώλιος]] ἀ. Philet.<i>Fr.Poet</i>.12.
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.<i>Th</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[del campo]], [[agreste]] Πρίηπος <i>AP</i> 6.22 (Zon.).<br /><b class="num">2</b> c. sent. peyor. [[palurdo]], [[paleto]] νήπιοι <i>Od</i>.21.85, [[ἀποφώλιος]] ἀ. Philet.<i>Fr.Poet</i>.12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />campagnard, villageois.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγροιώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] Ι, Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· [[ἄνευ]] οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, [[ἀγροτικός]], Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: [[ἄγριος]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
|lstext='''ἀγροιώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] Ι, Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· [[ἄνευ]] οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, [[ἀγροτικός]], Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: [[ἄγριος]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />campagnard, villageois.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγροιώτης Medium diacritics: ἀγροιώτης Low diacritics: αγροιώτης Capitals: ΑΓΡΟΙΩΤΗΣ
Transliteration A: agroiṓtēs Transliteration B: agroiōtēs Transliteration C: agroiotis Beta Code: a)groiw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perhaps as adjective, cf. ΙΙ) Sapph.70. II as adjective, rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.

Spanish (DGE)

-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.

English (Autenrieth)

rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.

Greek Monotonic

ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγροιώτης:
I дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский (ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).
II ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.

Middle Liddell

= ἀγρότης I]
I. a countryman, Hom., Hes., etc.
II. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.