ἀκρόαμα: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0082.png Seite 82]] τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; θεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεσκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0082.png Seite 82]] τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; θεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεσκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l'on entend avec plaisir, ce qui charme l'oreille (parole, chant, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρόᾱμα''': -ατος, τό, ([[ἀκροάομαι]]) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ [[ἄκουσμα]], πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως μετὰ τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. [[δρᾶμα]], [[μέλος]], κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, [[μάλιστα]] ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀκρόᾱμα''': -ατος, τό, ([[ἀκροάομαι]]) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ [[ἄκουσμα]], πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως μετὰ τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. [[δρᾶμα]], [[μέλος]], κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, [[μάλιστα]] ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A anything heard, esp. with pleasure, piece read, recited, played or sung, X.Smp.2.2, Hier.1.14; ἀ. καὶ ὁράματα Arist.EN1173b18; ἀ. καὶ πότοι Plb.31.25.4. II pl. for concrete, lecturers, singers, or players, esp. during meals, Phylarch.62, BCH30.272 (Delph.), Plb.4.20.10, 16.21.12; soin Lat., acroama Cic.Sest.54.116, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): lat. acroama Cic.Sest.54.116
1 cosa que se oye o escucha, audición ἥδιστον ἀκρόαμα, ἔπαινος X.Hier.1.14, de un discurso ἀ. βαρύ Aeschin.3.241
•esp. conciertos o recitales musicales ofrecidos durante banquetes o festividades θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.Smp.2.2, ἀκροάματα καὶ ὁράματα Arist.EN 1173b18, Διονυσιακά Epicur.Fr.[12] 2.2, cf. Plu.2.711b, Epicur.Fr.[22] 1.8, ἀκροάματα καὶ πότοι Plb.31.25.4.
2 artista como término gener. que incluye cantantes, músicos, actores, mimos, bailarines, etc., frec. contratados con ocasión de festividades o celebraciones ἐπείσακτα ἀκροάματα Plb.4.20.10, cf. 16.21.12, τὰς αὐλητρίδας καὶ τὰς ψαλτρίας καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν ἀκροαμάτων Phylarch.66, παρεχέτω δε καὶ ἀκροάματα αὐλητὴν συριστὴν κιθαριστήν IM 98.45 (II a.C.), ἐξαπέστειλαν δὲ ἀκροάματα τὰ συναυξήσοντα τὰς τοῦ θεοῦ ἁμέρας FD 2.47.20 (II a.C.), ἀ. δ' ἦν ὁ Κάνος εὐδοκιμούμενον Plu.Galb.16, τὸν ἐπιδημήσαντα ὀρχηστὴν καὶ τἄλλα ἀκροάματα πάντα IStratonikeia 199.3, cf. 668.5 (ambos II d.C.), Cic.l.c., Robert, OMS 1.671 (Atenas II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 82] τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; θεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεσκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce que l'on entend avec plaisir, ce qui charme l'oreille (parole, chant, etc.).
Étymologie: ἀκροάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόᾱμα: -ατος, τό, (ἀκροάομαι) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ ἄκουσμα, πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως μετὰ τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. δρᾶμα, μέλος, κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, μάλιστα ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
το (Α ἀκρόαμα)
αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία
αρχ.
στον πληθ. τὰ ἀκροάματα
αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. ακροαματικός
νεοελλ.
ακροαματισμός, ακρομάζομαι].
Greek Monotonic
ἀκρόᾱμα: -ατος, τό (ἀκροάομαι), οτιδήποτε ακούγεται με ευχαρίστηση, όπως το δράμα ή το μέλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόᾱμα: ατος τό
1) воспринимаемое слухом, слышимое или (у)слышанное (речь, чтение, пение, музыка и т. п.) Xen., Arst., Aeschin.;
2) певец, чтец, музыкант, Polyb.: ἀ. ἦν ὁ Κάνος εὐδοκιμούμενον Plut. Кан был знаменитым музыкантом.
Middle Liddell
ἀκροάομαι
anything heard with pleasure, as a play or musical piece, Xen.