ἀκοντιστικός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0077.png Seite 77]] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />habile à lancer le javelot.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκοντιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ῥίπτειν [[ἀκόντιον]], Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β. | |lstext='''ἀκοντιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ῥίπτειν [[ἀκόντιον]], Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 diestro con el dardo o jabalina X.Cyr.7.5.63, 6.2.4.
2 subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. el arte de lanzar la jabalina Pl.Thg.126b, Ael.Tact.p.232.
3 adv. -ῶς en el tiro de jabalina como deporte, Poll.3.151.
German (Pape)
[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκοντιστικός, -ή, -ὸν) ἀκοντίζω
επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο
αρχ.
(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά
η τέχνη του ακοντισμού.
Greek Monotonic
ἀκοντιστικός: -ή, -όν (ἀκοντίζω), επιδέξιος, έμπειρος στην ρίψη ακοντίου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοντιστικός: искусный в метании копья Xen., Plut.