ἀμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, [[ἀνάγκη]] Arist. Metaph. 4, 5; neben [[ἀμετάτρεπτος]] Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die [[varia lectio|v.l.]] ἀμετάπιστος, wie bei Diod. [[συμμαχία]]. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, [[ἀνάγκη]] Arist. Metaph. 4, 5; neben [[ἀμετάτρεπτος]] Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die [[varia lectio|v.l.]] ἀμετάπιστος, wie bei Diod. [[συμμαχία]]. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut dissuader, inflexible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταπείθω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
|lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut dissuader, inflexible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταπείθω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπειστος Medium diacritics: ἀμετάπειστος Low diacritics: αμετάπειστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametápeistos Transliteration B: ametapeistos Transliteration C: ametapeistos Beta Code: a)meta/peistos

English (LSJ)

ον, A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003. II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I 1de pers. no persuadible, inconmovible ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστος Plu.TG 12.
2 de abstr. inexorable ἀνάγκη Arist.Metaph.1015a32
inalterable ταυτότης Dion.Ar.DN M.3.872C
firme, seguro συμμαχία D.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.10, ἀνακύκλησις Ptol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v.l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: , μεταπείθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) μεταπείθω
1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος
2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάπειστος:
1) несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;
2) неумолимый, неотвратимый (ἀνάγκη Arst.);
3) неизменный, непоколебимый (συμμαχία πρός τινα Diod.).