ἀνθοκόμος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος ([[κόμη]]). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0232.png Seite 232]] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος ([[κόμη]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> couvert de fleurs;<br /><b>2</b> aux couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[κόμη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190. | |lstext='''ἀνθοκόμος''': -ον, ὁ, [[ἀνθοφόρος]], [[εὐανθής]], λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων [[χρῶμα]] ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A decked with flowers, flowery, λειμῶνες ib. 10.6 (Satyr.). 2 parti-coloured, οἰωνοί Opp.C.2.190.
Spanish (DGE)
-ον
1 cubierto de flores λειμῶνες AP 10.6 (Satyr.), μάστιξ Nonn.D.17.20, χθών Apoll.Met.Ps.76.19, πρέμνος Chrys.M.61.763.
2 polícromo οἰωνοί Opp.C.2.190.
German (Pape)
[Seite 232] Blumen hegend, tragend, λειμῶνες Satyr. 6 (X, 6); doch άνθοκόμοις οἰωνοῖς, mit bunten Federn, Opp. Cyn. 2, 190, also von ἀνθόκομος (κόμη).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 couvert de fleurs;
2 aux couleurs variées.
Étymologie: ἄνθος, κόμη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοκόμος: -ον, ὁ, ἀνθοφόρος, εὐανθής, λειμῶνες Ἀνθ. Π. 1. 6. 2) ὁ ποικιλόχρους ἢ ὁ ἔχων χρῶμα ἀνθηρόν, οἰωνοὶ Ὀππ. Κ. 2 190.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθοκόμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών
αρχ.
επίθ.
1. στολισμένος με άνθη
2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος.
Greek Monotonic
ἀνθοκόμος: -ον (κόμη), στολισμένος με λουλούδια, ποικιλόχρωμος, ευανθής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοκόμος: покрытый цветами (λειμῶνες Anth.).