ἀνεπίσκεπτος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non examiné, à qui on ne prête pas attention;<br /><b>2</b> qui ne prête pas attention.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπισκέπτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίσκεπτος''': -ον, [[ἀπερίσκεπτος]]: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., [[ἀνεξέταστος]], [[ἀπαρατήρητος]], Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3. | |lstext='''ἀνεπίσκεπτος''': -ον, [[ἀπερίσκεπτος]]: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., [[ἀνεξέταστος]], [[ἀπαρατήρητος]], Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A inattentive, inconsiderate, πρᾶγμα Ph.5.143 C.; ἀλογία Porph.Abst.1.43; ὁρμή Procop. Goth.4.32. Adv. -τως Hdt.2.45; ἀ. ἔχειν τινός to give no consideration to... Arist.GA778b10. II Pass., not examined, unregarded, X.Mem.2.4.3; unobserved, Anon.in SE12.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 no considerado, no examinado de abstr. τῶν μὲν ἄλλων κτημάτων οὐδὲν ... ἀνεπίσκεπτον X.Mem.2.4.3, πρᾶγμα Ph.2.298, ἀλογία Porph.Abst.1.43, ὁρμή Procop.Goth.4.32.8.
2 adv. -ως sin consideración ἀ. εἶχον no prestaban atención Arist.GA 778b10.
German (Pape)
[Seite 225] nicht betrachtet, unbeachtet, ἐᾶν τι ἀνεπ. Xen. Mem. 2, 4. 3; vgl. Pol. 32, 19. – Adv. ἀνεπισκέπτως, unüberl gt, unbedachtsam, Her. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, à qui on ne prête pas attention;
2 qui ne prête pas attention.
Étymologie: ἀ, ἐπισκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσκεπτος: -ον, ἀπερίσκεπτος: ὡς ἐπίρρ. -τως, λέγουσι δὲ πολλὰ καὶ ἄλλα ἀνεπισκέπτως οἱ Ἕλληνες Ἡρόδ. 2. 45· τῆς τοῦ τέλους (αἰτίας) ἀνεπισκέπτως εἶχον, ἀδιαφόρως εἶχον, Ἀριστ. π. Γ. Ζ. 5. 1, 6. ΙΙ. παθ., ἀνεξέταστος, ἀπαρατήρητος, Ξεν., οὐδὲν ἐᾶν ἀνεπίσκεπτον Ἀπομν. 2. 4, 3.
Greek Monolingual
ἀνεπίσκεπτος, -ον (Α)
1. ανεξέταστος, απαρατήρητος
2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν
3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας
4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος.
Greek Monotonic
ἀνεπίσκεπτος: -ον (ἐπισκέπτομαι),
I. απερίσκεπτος, άμυαλος· επίρρ. -τως, σε Ηρόδ.
II. Παθ., ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίσκεπτος: оставленный без надзора или внимания (ἀθεράπευτος καὶ ἀ. Xen.): ἀ. ἦν αὐτοῖς Polyb. они не обращали на него внимания.
Middle Liddell
ἐπισκέπτομαι
I. inattentive, inconsiderate: adv. -τως, Hdt.
II. pass. not examined, unregarded, Xen.