ἀνολκή: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[arrastre]] τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[arrastre]] τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de tirer en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέλκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνολκή''': ἡ, ([[ἀνέλκω]]) ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ἕλξις]], τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.
|lstext='''ἀνολκή''': ἡ, ([[ἀνέλκω]]) ἡ πρὸς τὰ ἄνω [[ἕλξις]], τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de tirer en haut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέλκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνολκή Medium diacritics: ἀνολκή Low diacritics: ανολκή Capitals: ΑΝΟΛΚΗ
Transliteration A: anolkḗ Transliteration B: anolkē Transliteration C: anolki Beta Code: a)nolkh/

English (LSJ)

ἡ, hauling up, λίθων Th.4.112; ἀ. καὶ καθολκή Aen.Tact. 10.12.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
arrastre τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de tirer en haut.
Étymologie: ἀνέλκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνολκή: ἡ, (ἀνέλκω) ἡ πρὸς τὰ ἄνω ἕλξις, τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.

Greek Monolingual

η (Α ἀνολκή) ολκή
νεοελλ.
Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα
αρχ.
έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση.

Greek Monotonic

ἀνολκή: ἡ (ἀνέλκω), ανάσυρση, λίθων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνολκή:втаскивание, поднимание (λίθων Thuc.).

Middle Liddell

ἀνέλκω
a hauling up, λίθων Thuc.

English (Woodhouse)

hauling up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)