ἀντιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] (s. [[μέλλω]]), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. [[ἀντεπιμέλλω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0255.png Seite 255]] (s. [[μέλλω]]), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. [[ἀντεπιμέλλω]].
}}
{{bailly
|btext=différer <i>ou</i> temporiser à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμέλλω''': [[περιμένω]] καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
|lstext='''ἀντιμέλλω''': [[περιμένω]] καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
}}
{{bailly
|btext=différer <i>ou</i> temporiser à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέλλω Medium diacritics: ἀντιμέλλω Low diacritics: αντιμέλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antiméllō Transliteration B: antimellō Transliteration C: antimello Beta Code: a)ntime/llw

English (LSJ)

wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).

Spanish (DGE)

demorarse a su vez Th.3.12.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.

French (Bailly abrégé)

différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.

Greek Monolingual

ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).

Middle Liddell


to wait and watch against one, aor1 inf. ἀντιμελλῆσαι, Thuc.