ἀποκοιμάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] dep. pass., 1) abgesondert, außer dem Hause schlafen, Plat. Legg. VI, 762 c; Eupol. bei Plut. Cim. 15. – 2) schlafen, bes. ein wenig, Ar. Vesp. 213 Xen. Cyr. 2, 4, 22 Pol. 3, 79.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0307.png Seite 307]] dep. pass., 1) abgesondert, außer dem Hause schlafen, Plat. Legg. VI, 762 c; Eupol. bei Plut. Cim. 15. – 2) schlafen, bes. ein wenig, Ar. Vesp. 213 Xen. Cyr. 2, 4, 22 Pol. 3, 79.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> découcher;<br /><b>2</b> aller dormir un peu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], κοιμάομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκοιμάομαι''': παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι: κοιμῶμαι ἐκτός, ἢ μακρὰν τῆς οἰκίας μου, Πλάτ. Νόμ. 762C· κἀνίοτ’ ἂν ἀπεκοιμᾶτ’ ἂν ἐν Λακεδαίμονι Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10. ΙΙ. κοιμῶμαι ὀλίγον, «παίρνω ὀλίγον [[ὕπνον]]», Ἡρόδ. 8. 76, Ἀριστοφ. Σφ. 213, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22, κἑξ.· - καθ’ ἃ φαίνεται, [[εἶναι]] στρατιωτικὴ [[φράσις]], Dobree εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀπ. ἀπό τινος, παύομαι ἀπό..., Ἐπιφάν.
|lstext='''ἀποκοιμάομαι''': παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι: κοιμῶμαι ἐκτός, ἢ μακρὰν τῆς οἰκίας μου, Πλάτ. Νόμ. 762C· κἀνίοτ’ ἂν ἀπεκοιμᾶτ’ ἂν ἐν Λακεδαίμονι Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10. ΙΙ. κοιμῶμαι ὀλίγον, «παίρνω ὀλίγον [[ὕπνον]]», Ἡρόδ. 8. 76, Ἀριστοφ. Σφ. 213, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22, κἑξ.· - καθ’ ἃ φαίνεται, [[εἶναι]] στρατιωτικὴ [[φράσις]], Dobree εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀπ. ἀπό τινος, παύομαι ἀπό..., Ἐπιφάν.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> découcher;<br /><b>2</b> aller dormir un peu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], κοιμάομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκοιμάομαι Medium diacritics: ἀποκοιμάομαι Low diacritics: αποκοιμάομαι Capitals: ΑΠΟΚΟΙΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: apokoimáomai Transliteration B: apokoimaomai Transliteration C: apokoimaomai Beta Code: a)pokoima/omai

English (LSJ)

Pass. with fut. Med. -ήσομαι:— A sleep away from home, νύκτα -ηθείς Pl.Lg.762c; ἐν Λακεδαίμονι Eup.208. II get a little sleep, especially of troops on duty, Hdt.8.76, Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22 and 26, Plb.3.79.10; simply, fall asleep, Polyaen.8.23.1. III die an easy death, Vett. Val.126.28.

Spanish (DGE)

1 dormir fuera de casa νύκτα ἀποκοιμηθείς Pl.Lg.762c, ἐν Λακεδαίμονι Eup.208
fig. estar apartado de τὴν ἀποκεκοιμημένην ἀπὸ τῆς ... πίστεως διάνοιαν Eus.HE 5.16.9.
2 descabezar un sueño, dormir de tropas en servicio τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Hdt.8.76, μέρος τῆς νυκτός ἀ. Plb.3.79.10, cf. Ar.V.213, X.Cyr.2.4.22
en gener. quedarse dormido, dormirse τὸν οἶνον πεφαρμακωμένον πιόντες ἀπεκοιμήθησαν Polyaen.8.23.1
fig. morirse οὗτοι εὐθανατοῦσιν ἐκ ... ἀποπληξίας ἀποκοιμηθέντες Vett.Val.126.28.

German (Pape)

[Seite 307] dep. pass., 1) abgesondert, außer dem Hause schlafen, Plat. Legg. VI, 762 c; Eupol. bei Plut. Cim. 15. – 2) schlafen, bes. ein wenig, Ar. Vesp. 213 Xen. Cyr. 2, 4, 22 Pol. 3, 79.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
1 découcher;
2 aller dormir un peu.
Étymologie: ἀπό, κοιμάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιμάομαι: παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. -ήσομαι: κοιμῶμαι ἐκτός, ἢ μακρὰν τῆς οἰκίας μου, Πλάτ. Νόμ. 762C· κἀνίοτ’ ἂν ἀπεκοιμᾶτ’ ἂν ἐν Λακεδαίμονι Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10. ΙΙ. κοιμῶμαι ὀλίγον, «παίρνω ὀλίγον ὕπνον», Ἡρόδ. 8. 76, Ἀριστοφ. Σφ. 213, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 22, κἑξ.· - καθ’ ἃ φαίνεται, εἶναι στρατιωτικὴ φράσις, Dobree εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἀπ. ἀπό τινος, παύομαι ἀπό..., Ἐπιφάν.

Greek Monotonic

ἀποκοιμάομαι: Παθ. με Μέσ. μέλ.,
I. κοιμάμαι εκτός ή μακριά από το σπίτι μου, σε Πλάτ.
II. αποκοιμιέμαι για λίγο, παίρνω έναν υπνάκο, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοιμάομαι:
1) подкрепляться сном, дремать Xen., Arph., Polyb., Plut.; οὐδὲν ἀποκοιμηθέντες Her. не сомкнув глаз;
2) спать вне дома Plat., Plut.

Middle Liddell


Pass.
I. to sleep away from home, Plat.
II. to get a little sleep, Hdt., Ar.