ἀποπομπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0320.png Seite 320]] Unheil abwendend, θεοί VLL.; [[τράγος]], der Sündenbock, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0320.png Seite 320]] Unheil abwendend, θεοί VLL.; [[τράγος]], der Sündenbock, LXX.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui renvoie au loin, <i>càd</i> qui écarte les fléaux ; <i>fig.</i> (bouc) émissaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπομπή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπομπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ [[ἀλεξίκακος]], [[ἀποτρόπαιος]], ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, [[βδελυρός]], Φίλων 1. 238.
|lstext='''ἀποπομπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ [[ἀλεξίκακος]], [[ἀποτρόπαιος]], ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, [[βδελυρός]], Φίλων 1. 238.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui renvoie au loin, <i>càd</i> qui écarte les fléaux ; <i>fig.</i> (bouc) émissaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπομπή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀποπομπαῖος, -α, -ον (Α) [[αποπομπή]]<br /><b>1.</b> ο [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απομακρύνει το [[κακό]]<br /><b>3.</b> [[σιχαμερός]], [[βδελυρός]].
|mltxt=ἀποπομπαῖος, -α, -ον (Α) [[αποπομπή]]<br /><b>1.</b> ο [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απομακρύνει το [[κακό]]<br /><b>3.</b> [[σιχαμερός]], [[βδελυρός]].
}}
}}

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπομπαῖος Medium diacritics: ἀποπομπαῖος Low diacritics: αποπομπαίος Capitals: ΑΠΟΠΟΜΠΑΙΟΣ
Transliteration A: apopompaîos Transliteration B: apopompaios Transliteration C: apopompaios Beta Code: a)popompai=os

English (LSJ)

α, ον, A carrying away evil, of the scapegoat, LXX Le.16.8sq., Ph.1.338, al.; ἀ.θεοί Hsch. II to be cast out, abominable, Ph.1.238.

Spanish (DGE)

-ον
que debe ser alejado o conjurado νοσήματα Ph.1.238, θεοί Hsch.s.u. ἀποπομπαί
subst. ὁ ἀ. el que debe ser conjurado o despachado tal vez un demon del desierto, del hebr. Azaz’el ἕνα τῷ Κυρίῳ καὶ ... ἕνα τῷ ἀποπομπαίῳ (se sortearán dos machos cabríos) uno para el Señor, otro para el que debe ser alejado LXX Le.16.8, cf. 10
en la exégesis bíblica τινες ... οἴονται τὸν ἕνα τῶν τράγων, ἀ. τινι καὶ ἀκαθάρτῳ δαίμονι δεδόσθαι Cyr.Al.M.69.585C, explicado alegórica o tipológicamente, Ph.1.498, 499, Iust.Phil.Dial.40.4, Thdt.Qu.in Le.22
emissarius, Gloss.5.520, 561.

German (Pape)

[Seite 320] Unheil abwendend, θεοί VLL.; τράγος, der Sündenbock, LXX.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui renvoie au loin, càd qui écarte les fléaux ; fig. (bouc) émissaire.
Étymologie: ἀποπομπή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπομπαῖος: -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ ἀλεξίκακος, ἀποτρόπαιος, ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, βδελυρός, Φίλων 1. 238.

Greek Monolingual

ἀποπομπαῖος, -α, -ον (Α) αποπομπή
1. ο αποδιοπομπαίος
2. αυτός που απομακρύνει το κακό
3. σιχαμερός, βδελυρός.