ἀποπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πήγνυμι]]), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, [[αἷμα]] ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πήγνυμι]]), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, [[αἷμα]] ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποπήξω, <i>Pass. fut.2</i> ἀποπαγήσομαι;<br />faire geler ; <i>Pass.</i> geler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπήγνυμι''': μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.
|lstext='''ἀποπήγνυμι''': μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποπήξω, <i>Pass. fut.2</i> ἀποπαγήσομαι;<br />faire geler ; <i>Pass.</i> geler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπήγνῡμι Medium diacritics: ἀποπήγνυμι Low diacritics: αποπήγνυμι Capitals: ΑΠΟΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apopḗgnymi Transliteration B: apopēgnymi Transliteration C: apopignymi Beta Code: a)poph/gnumi

English (LSJ)

A make to freeze, freeze, τἀντικνήμια Ar.Ra.126:— Pass., of men, to be frozen, in fut. -πᾰγήσομαι X.Mem.4.3.8. 2 of blood, congeal, Hp.Morb.Sacr.9:—Pass., X.An.5.8.15.

Spanish (DGE)

(ἀποπήγνῡμι) I tr. coagular por el frío αἷμα Hp.Morb.Sacr.9.4
paralizar, helar τἀντικνήμια de la cicuta, Ar.Ra.126.
II intr. en v. med.-pas.
1 helarse de pers., X.Mem.4.3.8, αἷμα X.An.5.8.15, detenerse el pulso, Gal.8.662
fig. helarse de espanto ἀκούσασα δέ, ἀπεπάγη ὅλη Apoph.Patr.M.65.217D.
2 clavarse τοὺς ἀποπαγέντας ἐν αὐτοῖς σκόλοπας Ath.Al. en Socr.Sch.HE 2.28.10.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπήξω, Pass. fut.2 ἀποπαγήσομαι;
faire geler ; Pass. geler.
Étymologie: ἀπό, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.

Greek Monolingual

ἀποπήγνυμι (Α)
1. κάνω κάτι να παγώσει, παγώνω
2. (για αίμα) πήζω εντελώς.

Greek Monotonic

ἀποπήγνυμι: μέλ. -πήξω, κάνω κάτι να παγώσει, αποψύχω, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλ. -πᾰγήσομαι, παγώνω, ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το αίμα, πήζω, σχηματίζω θρόμβους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπήγνῡμι: леденить, замораживать (ἀντικνήμια Arph.); pass. застывать, мерзнуть (ὑπὸ ψύχους Xen.).

Middle Liddell


to make to freeze, to freeze, Ar.:—Pass., to be frozen, Xen.: of blood, to curdle, Xen.