ἀποψεύδομαι: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] dep. med., verstärktes [[ψεύδομαι]], Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] dep. med., verstärktes [[ψεύδομαι]], Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ψεύδομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | |lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:30, 2 October 2022
English (LSJ)
cheat grossly: c. acc., forge, πρόφασιν J.BJ4.3.5:— Pass., to be quite cheated of, τῆς ἐλπίδος Plu.Marc.29.
Spanish (DGE)
1 tr. falsear πρόφασιν I.BI 4.146 (cód.), cf. Mac.Magn.Apocr.3.8 (p.66.2).
2 intr. engañarse οὐδ' ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Plu.Marc.29.
German (Pape)
[Seite 337] dep. med., verstärktes ψεύδομαι, Ios. – Pass., getäuscht werden, τῆς ἐλπίδος, in einer Hoffnung, Plut. Marc. 29.
French (Bailly abrégé)
être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.
Étymologie: ἀπό, ψεύδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψεύδομαι: ἀποθ. παχυλῶς ψεύδομαι, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. κατασκευάζω, ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. ἀποτυγχάνω, οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29.
Greek Monolingual
ἀποψεύδομαι (Α)
1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές
2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀποψεύδομαι: Παθ., διαψεύδομαι εντελώς από κάτι, εξαπατώμαι, σφάλλω, αποτυγχάνω σε, με γεν., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποψεύδομαι: обманываться (τῆς ἐλπίδος Plut.).