ἀπόμαξις: Difference between revisions
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ἡ, 1) das Abwischen, Plut. Rom. 21. – 2) das Abdrücken, καὶ [[μίμησις]] Iambl. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] ἡ, 1) das Abwischen, Plut. Rom. 21. – 2) das Abdrücken, καὶ [[μίμησις]] Iambl. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'essuyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπομάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόμαξις''': -εως, ἡ, ([[ἀπομάσσω]]) ἀποσπόγγισις, Πλουτ. Ρωμ. 21 ΙΙ. τὸ λαμβάνειν [[ἀποτύπωμα]], Θεόδ. Στουδ.: ― μεταφ. [[ἀντιγραφή]], [[μίμησις]], Ἰαμβλ. Προτρ. 308. | |lstext='''ἀπόμαξις''': -εως, ἡ, ([[ἀπομάσσω]]) ἀποσπόγγισις, Πλουτ. Ρωμ. 21 ΙΙ. τὸ λαμβάνειν [[ἀποτύπωμα]], Θεόδ. Στουδ.: ― μεταφ. [[ἀντιγραφή]], [[μίμησις]], Ἰαμβλ. Προτρ. 308. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπομάσσω) A wiping off, Plu.Rom.21. II taking an impression: metaph., copying, imitation, Iamb.Protr.21.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de lavar o limpiar frotando (la frente de las cabras del sacrificio en las Lupercalias) σφάττουσι γὰρ αἶγας ... ἕτεροι δ' ἀπομάττουσιν εὐθὺς ... γελᾶν δὲ δεῖ τὰ μειράκια μετὰ τὴν ἀπόμαξιν Plu.Rom.21.
2 imitación, representación διανοίας Alex.Aphr.in Metaph.523.14, κατὰ μίμησιν καὶ ἀπόμαξιν Iambl.Protr.21.
German (Pape)
[Seite 314] ἡ, 1) das Abwischen, Plut. Rom. 21. – 2) das Abdrücken, καὶ μίμησις Iambl. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'essuyer.
Étymologie: ἀπομάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμαξις: -εως, ἡ, (ἀπομάσσω) ἀποσπόγγισις, Πλουτ. Ρωμ. 21 ΙΙ. τὸ λαμβάνειν ἀποτύπωμα, Θεόδ. Στουδ.: ― μεταφ. ἀντιγραφή, μίμησις, Ἰαμβλ. Προτρ. 308.
Greek Monolingual
ἀπόμαξις, η (AM) απομάσσω
μσν.
λήψη αποτυπώματος
αρχ.
καθάρισμα με σφουγγάρι.
Greek Monotonic
ἀπόμαξις: -εως, ἡ (ἀπομάσσω), σφούγγισμα, σκούπισμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόμαξις: εως ἡ стирание, вытирание Plut.
Middle Liddell
ἀπομάσσω
a wiping off, Plut.