ἀφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ον, = [[ἀφραδής]], προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. [[ἀφράσμων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] ον, = [[ἀφραδής]], προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. [[ἀφράσμων]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.
|lstext='''ἀφράδμων''': Ἀττ. [[ἀφράσμων]], ον, γεν. -ονος, = [[ἀφραδής]], μετ’ ἀπαρ., [[ἀφράδμων]] προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν [[ὥστε]] νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>c.</i> [[ἀφραδής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδμων Medium diacritics: ἀφράδμων Low diacritics: αφράδμων Capitals: ΑΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: aphrádmōn Transliteration B: aphradmōn Transliteration C: afradmon Beta Code: a)fra/dmwn

English (LSJ)

in Trag. ἀφράσμων, ον, gen. ονος, = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀφράσμων A.A.1401
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 insensato, loco ἄνθρωποι h.Cer.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.
2 adv. -ως sin lógica Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno A.Pers.417.

German (Pape)

[Seite 414] ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀφραδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφράδμων: Ἀττ. ἀφράσμων, ον, γεν. -ονος, = ἀφραδής, μετ’ ἀπαρ., ἀφράδμων προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν ὥστε νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.

Greek Monotonic

ἀφράδμων: -ον, γεν. -ονος = ἀφραδής, αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφράδμων: 2, gen. ονος HH = ἀφραδής.

Middle Liddell

ἀφραδής
= ἀφραδής, without sense, Hhymn.