ἁλιτενής: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0098.png Seite 98]] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, [[πέτρα]] Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; [[θάλασσα]] App. B. Civ. 2, 84; [[πόρος]] Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben [[ταπεινός]] Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0098.png Seite 98]] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, [[πέτρα]] Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; [[θάλασσα]] App. B. Civ. 2, 84; [[πόρος]] Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben [[ταπεινός]] Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui s'étend vers la mer <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84. | |lstext='''ἁλιτενής''': -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. [[ἐπίπεδος]], [[χαμηλός]], ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., [[περίπατος]] ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, [[χαμηλός]], Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[ἀβαθής]], Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio ἁλιτενής = walk by the shore, Cic.Att.14.13.1. II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14. III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.
Spanish (DGE)
(ἁλῐτενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ac. no contr. ἁλιτενέα Arr.Ind.21.9]
I 1que sale del mar, que se levanta sobre el mar νῆσοι E.Fr.87b.10, cf. Arr.l.c., πέτραι D.S.3.44, Longus 2.12.3, ἄκρα Str.8.2.3, cf. 7.3.19, Posidon.245, Eun.Hist.29.2.
2 que se extiende por la costa, a la orilla del mar, ambulatio ἁλιτενής paseo a la orilla del mar Cic.Att.367.1.
3 de zonas marítimas poco profundo Κιμμερικὸς Βόσπορος Plb.4.39.3, τῆς θαλάσσης οὔσης ἁλιτενοῦς καὶ μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχεροῦς App.BC 2.84.
II de barcos de poco calado Callix.1, Plu.Them.14.
German (Pape)
[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui s'étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.
Greek Monolingual
ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].
Greek Monotonic
ἁλῐτενής: -ές (ἅλς, τείνω), εκτεινόμενος κατά μήκος της θάλασσας, επίπεδος, χαμηλός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιτενής:
1) тянущийся вдоль моря, приморский (πέτρα Diod., Cic.);
2) неглубокий, мелкий (τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὶ στενός Diod.);
3) плоскодонный (ναῦς Plut.).