ἀχύρινος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] von Spreu, [[φλόξ]] Plut. Symp. 3, 10, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] von Spreu, [[φλόξ]] Plut. Symp. 3, 10, 3.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait avec de la paille (feu).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχυρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχύρινος''': -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης [[φλογός]] ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.
|lstext='''ἀχύρινος''': -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης [[φλογός]] ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait avec de la paille (feu).<br />'''Étymologie:''' [[ἄχυρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:01, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχῠρινος Medium diacritics: ἀχύρινος Low diacritics: αχύρινος Capitals: ΑΧΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: achýrinos Transliteration B: achyrinos Transliteration C: achyrinos Beta Code: a)xu/rinos

English (LSJ)

η, ον, fed by chaff, φλόξ Plu.2.658d.

Spanish (DGE)

-η, -ον hecho de o con paja φλόξ Plu.2.658d.

German (Pape)

[Seite 420] von Spreu, φλόξ Plut. Symp. 3, 10, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait avec de la paille (feu).
Étymologie: ἄχυρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχύρινος: -η, -ον, (ἄχῠρον), οἱ χρυσοχόοι διὰ τῆς ἀχυρίνης φλογός ἐργάζονται τὸν χρυσόν, δηλ. τῆς γινομένης διὰ φλεγομένων ἀχύρων, Πλούτ. 2. 658Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχυρένιος, -α, -ο (Α ἀχύρινος, -η, -ο)
νεοελλ.
φτιαγμένος από άχυρο
αρχ.
φρ. «ἀχυρίνη φλόξ» — φλόγα που άναψε με άχυρα ως προσάναμμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχύρῐνος: (ᾰῠ) мякинный, соломенный: ἀ. φλόξ Plut. горящая солома.