ἁρμολογέω: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0356.png Seite 356]] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />arranger, organiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]]. | |lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:05, 2 October 2022
English (LSJ)
join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.
Spanish (DGE)
encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
•en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.
German (Pape)
[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.
Greek Monotonic
ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμολογέω:
1) складывать, устраивать (τάφον Anth.);
2) непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ ἑαυτοῦ Sext. непрерывный, сплошной.