ἐκκυνηγετέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0765.png Seite 765]] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />poursuivre avec une meute.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυνηγετέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκκῠνηγετέω''': κυνηγῶ, [[καταδιώκω]], τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ [[πότμος]]; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε [[κἀκκυνηγετῶ]] ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).
|lstext='''ἐκκῠνηγετέω''': κυνηγῶ, [[καταδιώκω]], τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ [[πότμος]]; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε [[κἀκκυνηγετῶ]] ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />poursuivre avec une meute.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυνηγετέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκῠνηγετέω Medium diacritics: ἐκκυνηγετέω Low diacritics: εκκυνηγετέω Capitals: ΕΚΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: ekkynēgetéō Transliteration B: ekkynēgeteō Transliteration C: ekkynigeteo Beta Code: e)kkunhgete/w

English (LSJ)

pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.

Spanish (DGE)

(ἐκκῠνηγετέω)
dar caza, perseguir ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.Isid.302
fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.Io 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025.

German (Pape)

[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poursuivre avec une meute.
Étymologie: ἐκ, κυνηγετέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).

Greek Monotonic

ἐκκῠνηγετέω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη, καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκῠνηγετέω: преследовать словно дичь (τινα Aesch., Eur.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to pursue in the chase, hunt down, τινα Eur.