ἐκμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] (s. [[μεθύσκω]]), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, [[λύχνον]] δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0769.png Seite 769]] (s. [[μεθύσκω]]), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, [[λύχνον]] δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).
}}
{{bailly
|btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à l'excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μεθύσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
|lstext='''ἐκμεθύσκω''': μέλλ. -ύσω, [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ [[ὕδωρ]] [[ἐνίοτε]] τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ [[λίαν]] ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· [[λύχνον]] ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.
}}
{{bailly
|btext=enivrer ; <i>fig.</i> imbiber <i>ou</i> arroser à l'excès.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μεθύσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμεθύσκω Medium diacritics: ἐκμεθύσκω Low diacritics: εκμεθύσκω Capitals: ΕΚΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: ekmethýskō Transliteration B: ekmethyskō Transliteration C: ekmethysko Beta Code: e)kmequ/skw

English (LSJ)

make quite drunk: metaph., τὰς ῥίζας..λίαν ἐ. over-charge them with moisture, Thphr.CP5.15.3; λύχνον ἐλαιηρῆς ἐ. δρόσου AP5.3 (Phld.).

Spanish (DGE)

I tr.
1 emborrachar, fig. empapar excesivamente, encharcar τὰς ῥίζας Thphr.CP 5.15.3, λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου AP 5.4 (Phld.)
en metáf. dar de beber hasta hartarse Λόγος ... ἦν ἡ πέτρα δεδιψηκότα τὸν Ἰσραὴλ τοῖς ... ἀδοκήτοις ἐκμεθύσκων νάμασι Cyr.Al.Inc.Unigen.711e.
2 fig. c. suj. abstr. ofuscar, atontar τρυφὴ ... κοσμικὴ ... ἐκμεθύσκει δεινῶς τὸν εἰσδεδεγμένον αὐτήν Cyr.Al.M.68.164B.
II intr. en v. med. emborracharse completamente Tz.Ex.35.18.

German (Pape)

[Seite 769] (s. μεθύσκω), ganz berauschen, anfüllen, Theophr.; τινός, mit Etwas, λύχνον δρόσου ἐλαιηρῆς Philodem. 17 (V, 4).

French (Bailly abrégé)

enivrer ; fig. imbiber ou arroser à l'excès.
Étymologie: ἐκ, μεθύσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμεθύσκω: μέλλ. -ύσω, κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς· μεταφ., ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ἐνίοτε τῷ πλήθει διαφθείρει σῆπον τὰς ῥίζας καὶ λίαν ἐκμεθύσκον Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 15, 3· λύχνον ἐλαιηρῆς ἐκμεθύσασα δρόσου Ἀνθ. Π. 5. 4.

Greek Monolingual

ἐκμεθύσκω (AM)
κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς
αρχ.
1. (για φυτά) διαποτίζω, καταμουσκεύω
2. γεμίζω τελείως με υγρό.

Greek Monotonic

ἐκμεθύσκω: μέλ. -ύσω [ῠ], κάνω κάποιον να μεθύσει ολότελα, διαποτίζω με κάτι, με γεν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμεθύσκω: досл. обильно поить вином, перен. обильно наливать (λύχνον ἐλαιηρῆς δρόσου Anth.).

Middle Liddell

fut. ύσω
to make quite drunk, to saturate with a thing, c. gen., Anth.