ἐγκατασπείρω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0706.png Seite 706]] darin, darunter säen, ausstreuen, ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἄρχοντας Plut. Thes. 3; ταῖς πόλεσιν ἐγκατεσπαρμέναι, in den Städten zerstreu't, Cic. 14; – a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0706.png Seite 706]] darin, darunter säen, ausstreuen, ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἄρχοντας Plut. Thes. 3; ταῖς πόλεσιν ἐγκατεσπαρμέναι, in den Städten zerstreu't, Cic. 14; – a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=répandre dans, disséminer dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατασπείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατασπείρω''': [[διασπείρω]] [[ἐντός]] τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.
|lstext='''ἐγκατασπείρω''': [[διασπείρω]] [[ἐντός]] τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.
}}
{{bailly
|btext=répandre dans, disséminer dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατασπείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατασπείρω Medium diacritics: ἐγκατασπείρω Low diacritics: εγκατασπείρω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: enkataspeírō Transliteration B: enkataspeirō Transliteration C: egkataspeiro Beta Code: e)gkataspei/rw

English (LSJ)

scatter, sow, implant in or among, ἐλπίδα τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Ph.2.673; τι τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b; φήμην Hdn.2.1.3:—Pass., Plu. Cic.14, Aen.Gaz.Thphr.p.69 B.

Spanish (DGE)

1 dispersar, esparcir, extender c. ac. y dat. loc. πρὶν ἂν τοῖς βλεφάροις τὸ πάθος ἐγκατασπεῖραι Seuer. en Aët.7.45, en v. pas. στρατιῶται ... πόλεσιν Plu.Cic.14, ἰκμάς τις ... τῷ βάθει τῆς γῆς Gr.Nyss.Ordin.340.13
agr. sembrar, implantar τὸν κόκκον τοῦ σινάπεως εἰς τὴν ἀγαθὴν γῆν Iren.Lugd.Haer.1.13.2, en sent. fig. ἐκεῖνο ... ὑμῶν ταῖς ἀκοαῖς A.Io.34.1.
2 fig. diseminar, dispersar τὰ ἡμερότητος ... σπέρματα ταῖς διανοίαις Ph.2.397, θειότητος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ... τῇ ὕλῃ Plu.2.1001b, cf. Corp.Herm.8.3, διερριμμένως τὰ ζώπυρα τῶν ... δογμάτων Clem.Al.Strom.7.18.110, τὰ ... δύσγνωστα ... ἐν τῷ πλάτει καρδίας Hippol.Antichr.1, en v. pas. τοῖς μὲν οὖν ἀλόγοις οὐδὲν ἀθάνατον ἐγκατέσπαρται Aen.Gaz.Thphr.62.5
ref. la palabra difundir τὸ σόφισμα τοῦτο πᾶσιν Charito 3.3.16, δόξας ... τοῖς πλήθεσιν I.Ap.2.239, φήμην Hdn.2.1.3, cf. Procl.in Ti.2.76.26.

German (Pape)

[Seite 706] darin, darunter säen, ausstreuen, ταῖς πόλεσιν υἱοὺς ἄρχοντας Plut. Thes. 3; ταῖς πόλεσιν ἐγκατεσπαρμέναι, in den Städten zerstreu't, Cic. 14; – a. Sp.

French (Bailly abrégé)

répandre dans, disséminer dans.
Étymologie: ἐν, κατασπείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατασπείρω: διασπείρω ἐντός τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ ἑαυτοῦ τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.

Greek Monolingual

(AM ἐγκατασπείρω)
διασπείρω, διασκορπίζω μέσα σ' έναν χώρο.

Greek Monotonic

ἐγκατασπείρω: μέλ. -σπερῶ, διασκορπίζω μέσα ή μεταξύ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατασπείρω:
1) (внутрь чего-л.) сеять, т. е. вводить, внедрять (τὴν ζῳότητα τῇ ὕλῃ Plut.);
2) рассеивать, распределять (στρατιῶται ἐγκατεσπαρμένοι πόλεσιν Plut.).

Middle Liddell

fut. -σπερῶ
to disperse in or among, Plut.