ἐλλόβιον: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0801.png Seite 801]] τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0801.png Seite 801]] τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pendant d'oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλλόβιον''': τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[ἐνώτιον]], Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.
|lstext='''ἐλλόβιον''': τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ [[ὠτός]], [[ἐνώτιον]], Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pendant d'oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]².
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλόβιον Medium diacritics: ἐλλόβιον Low diacritics: ελλόβιον Capitals: ΕΛΛΟΒΙΟΝ
Transliteration A: ellóbion Transliteration B: ellobion Transliteration C: ellovion Beta Code: e)llo/bion

English (LSJ)

τό, (λοβός) that which is in the lobe of the ear, ear-ring, Nic. Dam.p.5 D., Luc.Gall.29, S.E.P.3.203, Them.Or.13.167d.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: ἐνλ- Hsch.
• Grafía: graf. ἐλλώβ- Sud.
pendiente, zarcillo τὸν Βαβυλώνιον ... ἐλλόβια ἔχοντα Nic.Dam.4, τῇ γυναικὶ ἐ. ἐωνῆσθαι Luc.Gall.29, τό τε ἐλλόβια ἔχειν τοὺς ἄρρενας παρ' ἡμῖν μὲν αἰσχρόν ἐστι S.E.P.3.203, ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια Luc.Dom.7, cf. Plu.2.693c, Clem.Al.Paed.2.12.129, Them.Or.13.167d, 18.218c, Hsch., Phot.ε 649.

German (Pape)

[Seite 801] τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pendant d'oreilles.
Étymologie: ἐν, λοβός.
Syn. ἄρτημα, δίοπαι, ἕλιξ², ἕρμα².

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλόβιον: τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, ἐνώτιον, Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.

Greek Monolingual

ἐλλόβιον, το (Α)
ενώτιον, σκουλαρίκι.

Greek Monotonic

ἐλλόβιον: τό (ἐν, λοβός), αυτό που τοποθετείται στο λοβό του αυτιού, ενώτιο, σκουλαρίκι, Λατ. inauris, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλόβιον: τό серьга с подвеской Luc., Plut., Sext.

Middle Liddell

ἐλλόβιον, ου, τό, [ἐν, λοβός
that which is in the lobe of the ear, an earring, Lat. inauris, Luc.