ἐμβαθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0803.png Seite 803]] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0803.png Seite 803]] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.
}}
{{bailly
|btext=rendre profond, creuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βαθύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=rendre profond, creuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βαθύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰθύνω Medium diacritics: ἐμβαθύνω Low diacritics: εμβαθύνω Capitals: ΕΜΒΑΘΥΝΩ
Transliteration A: embathýnō Transliteration B: embathynō Transliteration C: emvathyno Beta Code: e)mbaqu/nw

English (LSJ)

A make deep, hollow out, βόθρια Alciphr.3.13; cause to sink deep in, κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e. II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18,341; sink deep in, εἰς κάθισιν LXX Je.30.8 (49.30).

Spanish (DGE)

I tr.
1 excavar, cavar βοθρία Alciphr.2.10.1, ἐμβαθύνοντες αὔλακας trazando surcos Chrys.M.50.708.
2 hundir ἐμβαθῦναι ταῖς πλευραῖς τὸ ἔγχος Eust.854.35
fig., c. ac. de abstr. hundir en lo más profundo, interiorizar ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e, ἑκάστῃ λέξει τοῦ ψαλμοῦ τὸν νοῦν ἐμβαθύνας Eus.DE 10.8, βουλόμενος ... ἐμβαθῦναι τὴν πίστιν αὐτῶν ὁ Χριστός Chrys.M.59.296, cf. Ast.Soph.Hom.21.33.
3 lit. incluir, encajar ἐμβαθῦναι τὴν ... Πηνελόπην τῷ σχηματισμῷ τοῦ νοήματος en una interpretación alegórica de la Odisea, Eust.1808.4.
II intr.
1 penetrar, hundirse ὁ ποῦς ... ἐμβαθύνει εἰς τὴν ἰλύν el pie se hunde en el barro Phlp.in de An.588.37, cf. Eust.767.11
tb. en v. med. ἵν' ὑετοὶ ... ἐμβαθυνόμενοι καρποφορίαν ἀποδόσωσιν Ath.Al.M.28.148B.
2 fig. sumergirse, profundizar en, tratar o reflexionar en profundidad acerca de c. dat. de abstr. τοῖς νόμοις Ph.1.18, αὐταῖς (ταῖς ἐπιστήμαις) Ph.1.341, τῷ λόγῳ Origenes M.12.56D, cf. Gr.Nyss.Apoll.233.16, τοῖς σκυθρωποῖς Gr.Nyss.Flacill.482.27, τοῖς περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος δόγμασι Cyr.Al.M.77.1241A
crist. peyor. enfrascarse en, estar inmerso en c. dat. de abstr. τῇ κακίᾳ Basil.M.29.313A, ταῖς ματαίαις ἐπιθυμίαις Gr.Nyss.Eun.3.2.91, cf. M.44.1223D, ταῖς σωματικαῖς ἀσχολίαις Procop.Gaz.M.87.1673B
c. giro prep. ἐν μυρίαις φροντίσι ... τῆς ψυχῆς ἐμβαθυνούσης Gr.Nyss.M.44.1168C, cf. M.60.698.

German (Pape)

[Seite 803] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.

French (Bailly abrégé)

rendre profond, creuser.
Étymologie: ἐν, βαθύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβᾰθύνω: κάμνω τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ εἰς βάθος, ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., εἰσέρχομαι βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.

Greek Monolingual

(AM ἐμβαθύνω)
1. σκάβω βαθιά, βαθουλώνω, κοιλαίνω
2. μτφ. (αμτβ.) κατανοώ με προσεκτική μελέτη
αρχ.
1. κάνω κάτι βαθύτερο ή πλατύτερο
2. (για κακία) βυθίζομαι, υποκύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβᾰθύνω: досл. углублять, перен. глубоко внедрять (τὴν κακίαν ἑαυτῷ Plut.).