ἐναποψύχω: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = [[ἐναποπατέω]]; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0829.png Seite 829]] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = [[ἐναποπατέω]]; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se soulager le ventre;<br /><b>2</b> <i>postér.</i> rendre l'âme entre (les mains de qqn) ; rendre l'âme, expirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀποψύχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | |lstext='''ἐναποψύχω''': ῡ: μέλλ. -ξω, [[ψύχω]], [[δροσίζω]] ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ [[οὔτοι]] λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, [[ἀφοδεύω]], ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως [[χάριν]] τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. [[παραδίδω]] τὸ [[πνεῦμα]], «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], A ease oneself in, euphemism for ἐναποπατέω, Hes.Op.759. 2 cool off, PHolm.6.12 (Pass.). II give up the ghost, AP9.1 tit., Hsch.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰποψύχω)
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1aliviarse euf. por ‘defecar’, Hes.Op.759.
2 morir ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν por mamar leche envenenada AP 9.1 tít. (Polyaen.).
II en v. med.-pas. enfriarse θερμὸν (ἄνθρακον) ... βάλε ... καὶ ἄφες ἐναποψυγῆναι PHolm.6.29.
German (Pape)
[Seite 829] sich darin erleichtern; Hes. O. extr., = ἐναποπατέω; – darin, darauf seinen Geist aushauchen, sterben, Sp.
French (Bailly abrégé)
1 se soulager le ventre;
2 postér. rendre l'âme entre (les mains de qqn) ; rendre l'âme, expirer.
Étymologie: ἐν, ἀποψύχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποψύχω: ῡ: μέλλ. -ξω, ψύχω, δροσίζω ἐμαυτόν, λούομαι, μηδ’ ἐναποψύχειν˙ τὸ γὰρ οὔτοι λώϊόν ἐστιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 757. Οἱ παλαιοὶ γραμματικοὶ ἐξέλαβον τὴν λέξιν ὡς κακέμφατον ἑρμηνεύοντες αὐτήν, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, ἀλλ’ ὁ Πρόκλος προσθέτει καὶ ἄλλας ἑρμηνείας: «ἀποπνευματίζειν ἢ ἀναψύξεως χάριν τοῦ σώματος τοῖς ποταμίοις ῥεύμασιν ἵστασθαι, ἢ ἀποπλύνειν ἢ ἀπονίπτειν». ΙΙ. παραδίδω τὸ πνεῦμα, «ξεψυχῶ», Ἀνθ. Π. 9.1, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
ἐναποψύχω (AM)
1. δροσίζομαι, αναψύχομαι
2. (κατ' ευφημ.) ανακουφίζομαι σ' έναν τόπο, αποπατώ
3. παθ. δροσίζομαι
4. παραδίνω το πνεύμα, ξεψυχώ («είς δορκάδα, ἥν ἐθήλασεν ὄφις, ὅθεν πιὼν ὁ νεβρὸς ἐναπέψυξεν», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐναποψύχω: [ῡ], μέλ. -ξω, παραδίδω το πνεύμα μου σε ένα μέρος, ξεψυχώ, σε Ησίοδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐναποψύχω: (ῡ) Hes. = ἐναποπατέω.