Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαπαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[librar de]] c. ac. de pers. y gen. separat. ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν E.<i>IA</i> 1004.<br /><b class="num">2</b> intr., gener. en v. med.-pas. [[librarse de]], [[escaparse de]] c. gen. separat. κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4, τίς ... [[ἄλυπος]] ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; ¿quién se escapará indemne de la desgracia?</i> S.<i>El</i>.1002, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης E.<i>Hec</i>.1108<br /><b class="num">•</b>fig. οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ... ἐξαπαλλαγῇ no pudiendo volverse atrás de lo que había ofrecido</i> Th.4.28.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[librar de]] c. ac. de pers. y gen. separat. ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν E.<i>IA</i> 1004.<br /><b class="num">2</b> intr., gener. en v. med.-pas. [[librarse de]], [[escaparse de]] c. gen. separat. κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4, τίς ... [[ἄλυπος]] ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; ¿quién se escapará indemne de la desgracia?</i> S.<i>El</i>.1002, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης E.<i>Hec</i>.1108<br /><b class="num">•</b>fig. οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ... ἐξαπαλλαγῇ no pudiendo volverse atrás de lo que había ofrecido</i> Th.4.28.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἐξαπαλλάττω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπαλλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαπαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Εὐρ. Ι. Α. 1004· ταλαίνης ἐξαπαλλάξει ζόης ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβῃ 1108, [[ἔνθα]] ἐξυπακουστέον: ἑαυτόν: - Παθ., ἀπαλλάσσομαι ἔκ τινος, κακῶν ἐξαπαλλαχθεὶς Ἡρόδ. 5. 4· τίς... [[ἄλυτος]] ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Σοφ. Ἠλ. 1002 ([[ἔνθα]] τὸ ἄτης ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ [[ἄλυπος]])· οὐκ ἔχων [[ὅπως]] τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, μὴ δυνάμενος πλέον ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς ὑποσχέσεως, ἐδέχθη τὸν πλοῦν, Θουκ. 4, 28· Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι [[αὐτόθι]] περὶ τὸ [[τέλος]].
|lstext='''ἐξαπαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ἀπαλλάσσω]] ἔκ τινος, ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Εὐρ. Ι. Α. 1004· ταλαίνης ἐξαπαλλάξει ζόης ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβῃ 1108, [[ἔνθα]] ἐξυπακουστέον: ἑαυτόν: - Παθ., ἀπαλλάσσομαι ἔκ τινος, κακῶν ἐξαπαλλαχθεὶς Ἡρόδ. 5. 4· τίς... [[ἄλυτος]] ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Σοφ. Ἠλ. 1002 ([[ἔνθα]] τὸ ἄτης ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ [[ἄλυπος]])· οὐκ ἔχων [[ὅπως]] τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, μὴ δυνάμενος πλέον ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς ὑποσχέσεως, ἐδέχθη τὸν πλοῦν, Θουκ. 4, 28· Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι [[αὐτόθι]] περὶ τὸ [[τέλος]].
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἐξαπαλλάττω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀπαλλάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπαλλάσσω Medium diacritics: ἐξαπαλλάσσω Low diacritics: εξαπαλλάσσω Capitals: ΕΞΑΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: exapallássō Transliteration B: exapallassō Transliteration C: eksapallasso Beta Code: e)capalla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξαπαλλάττω, set free from, remove from, τινὰ κακῶν E.IA1004; (sc. ἑαυτόν) ταλαίνης ζόης Id.Hec.1108:—Pass., get rid of, escape from, κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4; ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται S.El.1002; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι escape from his own words, Th.4.28.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 librar de c. ac. de pers. y gen. separat. ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν E.IA 1004.
2 intr., gener. en v. med.-pas. librarse de, escaparse de c. gen. separat. κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4, τίς ... ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; ¿quién se escapará indemne de la desgracia? S.El.1002, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης E.Hec.1108
fig. οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ... ἐξαπαλλαγῇ no pudiendo volverse atrás de lo que había ofrecido Th.4.28.

French (Bailly abrégé)

v. ἐξαπαλλάττω.
Étymologie: ἐξ, ἀπαλλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπαλλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἀπαλλάσσω ἔκ τινος, ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Εὐρ. Ι. Α. 1004· ταλαίνης ἐξαπαλλάξει ζόης ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβῃ 1108, ἔνθα ἐξυπακουστέον: ἑαυτόν: - Παθ., ἀπαλλάσσομαι ἔκ τινος, κακῶν ἐξαπαλλαχθεὶς Ἡρόδ. 5. 4· τίς... ἄλυτος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Σοφ. Ἠλ. 1002 (ἔνθα τὸ ἄτης ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἄλυπος)· οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, μὴ δυνάμενος πλέον ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς ὑποσχέσεως, ἐδέχθη τὸν πλοῦν, Θουκ. 4, 28· Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι αὐτόθι περὶ τὸ τέλος.

Greek Monolingual

ἐξαπαλλάσσω και ἐξαπαλλάττω (Α)
απαλλάσσω από κάτι («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ελευθερώνω από, απαλλάσσω από, κακῶν, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, ξεφεύγω, αποδρώ από, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπαλλάσσω: атт. ἐξαπαλλάττω (pass.: fut. ἐξαπαλλαχθήσομαι, aor. ἐξαπηλλάχθην)
1) освобождать, избавлять (τινὰ κακῶν Eur.; κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Her.): τίς ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Soph. кто (убив Эгиста) ускользнет безнаказанно?; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι Thuc. отказаться от своих слов;
2) избавляться (ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης Eur.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to set free from, remove from, κακῶν Eur.:—Pass. to ged rid of, escape from, Hdt., Thuc.