ἐξεργαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0877.png Seite 877]] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
|lstext='''ἐξεργαστικός''': ή, ον, ἱκανὸς [[ὅπως]] κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπιτετμημένως]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à exécuter;<br /><i>Sp.</i> ἐξεργαστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξεργάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεργαστικός Medium diacritics: ἐξεργαστικός Low diacritics: εξεργαστικός Capitals: ΕΞΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exergastikós Transliteration B: exergastikos Transliteration C: eksergastikos Beta Code: e)cergastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to accomplish, τινός X.Mem.4.1.4 (in Sup.), Plb.15.37.1; τὸ ἐ. τοῦ λόγου diligent inquiry, A.D.Synt.312.9. II Adv. -κῶς elaborately, in detail, Phld.Rh.1.156S., Piet.19: Comp. -ώτερον Corn. ND35, A.D.Synt.282.10.

German (Pape)

[Seite 877] ή, όν, zum Ausarbeiten, Vollenden geschickt, ὧν ἂν ἐγχειρῶσιν ἐξεργαστικώτατοι Xen. Mem. 4, 1, 4; Pol. 15, 37.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exécuter;
Sp. ἐξεργαστικώτατος.
Étymologie: ἐξεργάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεργαστικός: ή, ον, ἱκανὸς ὅπως κατορθώσῃ τι, τινος Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Πολύβ. 15. 37, 1. -Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ συγκριτ., ἐξεργαστικωτέρως, μετὰ μείζονος ἐπεξεργασίας, Κορνοῦτος περὶ Θεῶν Φύσ. 32, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιτετμημένως.

Greek Monolingual

ἐξεργαστικός, -ή, -όν (Α) εξεργασία
1. αυτός που δείχνει ζήλο για εξεργασία («ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἄν ἐγχειρῶσι», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεργαστικόν
η εκζήτηση.

Greek Monotonic

ἐξεργαστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να κατορθώσει κάτι, τινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεργαστικός: способный совершить или довести до конца (τολμηρὸς καὶ τοῦ προτεθέντος ἐ. Polyb.; ἐρρωμενέστατοι ταῖς ψυχαῖς καὶ ἐξεργαστικώτατοι Xen.).

Middle Liddell

ἐξεργαστικός, ή, όν [from ἐξεργάζομαι adj
able to accomplish, τινος Xen.