ἐπιλίγδην: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à la surface.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιλίγδην''': Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, [[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρί... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]], «οὐ κατὰ [[βάθος]], ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 ([[ἔνθα]] ἡ β΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐπιλίγδην''': Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, [[βλῆτο]] γὰρ ὦμον δουρί... [[ἄκρον]] [[ἐπιλίγδην]], «οὐ κατὰ [[βάθος]], ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 ([[ἔνθα]] ἡ β΄ συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à la surface.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλίγδην Medium diacritics: ἐπιλίγδην Low diacritics: επιλίγδην Capitals: ΕΠΙΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: epilígdēn Transliteration B: epiligdēn Transliteration C: epiligdin Beta Code: e)pili/gdhn

English (LSJ)

Adv. grazing, Il.17.599, Luc.Nigr.36. [ἐπῑ-, v.l. ἐπιλλ-, Il.l.c.]

German (Pape)

[Seite 958] ritzend, Il. 17, 599; Luc. Nigr. 36.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la surface.
Étymologie: ἐπιλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλίγδην: Ἐπίρρ., ἐπιπολαίως, ὡς τὸ ἐπιγράβδην, βλῆτο γὰρ ὦμον δουρί... ἄκρον ἐπιλίγδην, «οὐ κατὰ βάθος, ἀλλ’ ὅσον ἐπιψαῦσαι ἐξ ἐπιπολαίου τὴν ἐπιφάνειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 599 (ἔνθα ἡ β΄ συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει, ὡς εἰ ἦν ἐπιλλίγδην), Λουκ. Νιγρ. 36, πρβλ. Ἠσύχ. ἐν λέξει.

English (Autenrieth)

βλῆτο ὦμον, received a stroke grazing the shoulder, Il. 17.599†.

Greek Monolingual

ἐπιλίγδην (Α)
επίρρ. επιπόλαια («βλῆτο γὰρ ὦμον δουρὶ... ἄκρον ἐπιλίγδην» — χτυπήθηκε με ακόντιο επιφανειακά, επιπόλαια στην επιδερμίδα του ώμου, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λίγδην «αγγίζοντας»].

Greek Monotonic

ἐπιλίγδην: επίρρ., επιπόλαια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῑλίγδην: adv. поверхностно (по коже), слегка (ἄκρον ἐ. ἅπτεσθαι Luc.): βλῆτο ὦμον δουρὶ ἄκρον ἐ. Hom. он был чуть оцарапан в плечо копьем.

Middle Liddell

grazing, Il.