ἐρυθραίνω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1036.png Seite 1036]] roth machen, röthen ([[ἐρεύθω]], [[ἐρυθρός]]), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1036.png Seite 1036]] roth machen, röthen ([[ἐρεύθω]], [[ἐρυθρός]]), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />rendre rouge, faire rougir ; <i>Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass.</i> ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, <i>particul.</i> rougir de honte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3. | |lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A paint red, rouge, πρόσωπον Perict. ap. Stob.4.28.19; παρειάς Hdn.5.6.10:—Pass., become red, Thphr.HP3.12.5, Sor.1.108; blush, X.Cyr.1.4.4, Arist.EN1128b13. II intr., to be red, Id.Pr.890a8; ἡ τέρμινθος..χλοερὸν ἐνέγκασα [καρπὸν] μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει Thphr.HP3.15.3.
German (Pape)
[Seite 1036] roth machen, röthen (ἐρεύθω, ἐρυθρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
rendre rouge, faire rougir ; Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass. ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, particul. rougir de honte.
Étymologie: ἐρυθρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθραίνω: καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ πρόσωπον Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, ὥστε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἐρυθρός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.
Greek Monolingual
(AM ἐρυθραίνω
Α ποιητ. τ. έρυθαίνω) ερυθρός
1. κάνω κάτι κόκκινο
2. είμαι κόκκινος
3. παθ. ερυθραίνομαι
κοκκινίζω
αρχ.
(για καρπό) ωριμάζω («ἡ τέρμινθος... χλοερόν ἐνέγκασα μετά ταῦτα ἐρυθραίνει», Θεόφρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθραίνω: преимущ. pass. становиться красным, краснеть Xen., Arst.