ἐχθίων: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] ον, comparat. zu [[ἐχθρός]], von [[ἔχθος]] abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ [[ἐχθίων]] γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1125.png Seite 1125]] ον, comparat. zu [[ἐχθρός]], von [[ἔχθος]] abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ [[ἐχθίων]] γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>sert de Cp. à</i> [[ἐχθρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχθίων''': ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ [[ἐχθρός]], ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3. | |lstext='''ἐχθίων''': ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ [[ἐχθρός]], ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:47, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, Comp. of ἐχθρός, more hateful, A.Pers.438, S.OT272, E.El.222, Ar.Av.370, Th.4.86, Pl.Ly.214c. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν X.Smp.4.3.
German (Pape)
[Seite 1125] ον, comparat. zu ἐχθρός, von ἔχθος abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἐχθρός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθίων: ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ ἐχθρός, ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.
Greek Monolingual
ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].
Greek Monotonic
ἐχθίων: -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἐχθρός, πιο μισητός, σε Τραγ.· επίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν, είμαι περισσότερο εχθρικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθίων: 2, gen. ονος Trag. etc. compar. к ἐχθρός I.
Middle Liddell
ἐχθίων, ονος,
more hated, more hateful, Trag. adv., ἐχθιόνως ἔχειν to be more hostile, Xen. [irreg. comp. of ἐχθρός,]