ἑτερόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e(tero/rropos
|Beta Code=e(tero/rropos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to one side]], <b class="b3">ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται</b> will come down [[on one corner]], [[unevenly]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>; <b class="b3">ἑ. ἐπάρματα</b> swellings [[on one side]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.1</span>; [[φλεγμοναί]] ibid.; <b class="b3">τὰ ἑ</b>., of crippled limbs, <span class="bibl">Id.<span class="title">Off.</span>23</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[inclining to one side or the other]], <b class="b3">θεῶν ἑ. δῶρα</b> gifts [[that may prove either good or evil]], <span class="bibl">Rhian.1.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -πως <span class="bibl">Poll.4.172</span>, Gal.8.430, Aspasia ap.<span class="bibl">Aët.16.72</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclined to one side]], <b class="b3">ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται</b> will come down [[on one corner]], [[unevenly]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>43</span>; <b class="b3">ἑ. ἐπάρματα</b> swellings [[on one side]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.1</span>; [[φλεγμοναί]] ibid.; <b class="b3">τὰ ἑ</b>., of crippled limbs, <span class="bibl">Id.<span class="title">Off.</span>23</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[inclining to one side or the other]], <b class="b3">θεῶν ἑ. δῶρα</b> gifts [[that may prove either good or evil]], <span class="bibl">Rhian.1.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. -πως <span class="bibl">Poll.4.172</span>, Gal.8.430, Aspasia ap.<span class="bibl">Aët.16.72</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;<br /><b>2</b> qui incline d’un côté comme de l'autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόρροπος''': -ον, ([[ὡσαύτως]] η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. [[ἐσφαλμένως]]), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον [[μέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα [[ἅπερ]] δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.
|lstext='''ἑτερόρροπος''': -ον, ([[ὡσαύτως]] η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. [[ἐσφαλμένως]]), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον [[μέρος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα [[ἅπερ]] δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;<br /><b>2</b> qui incline d’un côté comme de l'autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ῥέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἑτερόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ετερορρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε [[κακό]] («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑτερόρροπα</i><br />τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο [[άλλο]] [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερορρόπως</i> και <i>ετερόρροπα</i> (ΑΜ ἑτερορρόπως)<br />ετερορρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>ρροπος</i>, [[αντί]]-<i>ρροπος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἑτερόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ετερορρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε [[κακό]] («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑτερόρροπα</i><br />τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο [[άλλο]] [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερορρόπως</i> και <i>ετερόρροπα</i> (ΑΜ ἑτερορρόπως)<br />ετερορρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>ρροπος</i>, [[αντί]]-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 17:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόρροπος Medium diacritics: ἑτερόρροπος Low diacritics: ετερόρροπος Capitals: ΕΤΕΡΟΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: heterórropos Transliteration B: heterorropos Transliteration C: eterorropos Beta Code: e(tero/rropos

English (LSJ)

ον, A inclined to one side, ἡ κλῖμαξ ἑ. ἐπὶ γῆν ἀφίξεται will come down on one corner, unevenly, Hp.Art.43; ἑ. ἐπάρματα swellings on one side, Id.Epid.1.1; φλεγμοναί ibid.; τὰ ἑ., of crippled limbs, Id.Off.23. 2 inclining to one side or the other, θεῶν ἑ. δῶρα gifts that may prove either good or evil, Rhian.1.2. II Adv. -πως Poll.4.172, Gal.8.430, Aspasia ap.Aët.16.72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui incline d’un côté ; qui se produit d’un côté;
2 qui incline d’un côté comme de l'autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόρροπος: -ον, (ὡσαύτως η, ον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 939, ἀλλὰ πιθ. ἐσφαλμένως), ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς πλάστιγγος, ἑτ. ἐπὶ γῆν ἀφικέσθαι Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808· ἑτ. ἐπάρματα, οἰδήματα κατὰ τὸ ἕτερον μέρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938· ἐπὶ πεπηρωμένων μελῶν, ὁ αὐτ. περὶ Ἰητρεῖον 748· θεῶν ἑτ. δῶρα, δῶρα ἅπερ δυνατὸν νὰ ἀποβῶσι καλὰ ἢ κακά, Ριαν. παρὰ Στοβ. 54. 4. Ἐπίρρ. -πως, Πολυδ. Η΄, 13.

Greek Monolingual

-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφί-ρροπος, αντί-ρροπος].