ἕσσα: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e(/ssa | |Beta Code=e(/ssa | ||
|Definition=Ep.aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. <span class="sense"><span class="bld">II</span> ἕσσαι,=[[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].</span> | |Definition=Ep.aor. 1 Act. of [[ἕννυμι]], inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. <span class="sense"><span class="bld">II</span> ἕσσαι,=[[ἕσαι]], aor. 1. inf. of [[ἵζω]].</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. de</i> [[ἕννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω. | |lstext='''ἕσσα''': ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ [[ἕννυμι]], Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· [[ἀλλά]], ΙΙ. ἕσσαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο [[αὐτόθι]] 364. [[Κατὰ]] τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:15, 2 October 2022
English (LSJ)
Ep.aor. 1 Act. of ἕννυμι, inf. ἕσσαι: part. aor. I Med. ἑσσάμενος. II ἕσσαι,=ἕσαι, aor. 1. inf. of ἵζω.
French (Bailly abrégé)
ao. de ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσσα: ἀόρ. α΄ ἐνεργ. τοῦ ἕννυμι, Ὅμ.· ἕσσαι, ἀπαρ., Ὀδ.· ἑσσάμενος, μετοχ. μέσ. ἀόρ. α΄, Ὅμ.· ἀλλά, ΙΙ. ἕσσαι εἶναι ὡσαύτως ποιητ. ἀντὶ ἕσαι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ ἵζω, Πινδ. Π. 4. 486: γ΄ πληθ. ὁριστ. ἀορ. ἕσσαντο αὐτόθι 364. Κατὰ τὸν Veitch τὸ ἕσσαι καὶ ἕσσαντο ἀναφέρονται εἰς ἄχρηστον ἐνεστῶτα ἕω.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕσσα: αόρ. αʹ του ἔννυμι· απαρ. ἕσσαι· ἑσσάμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
ἕσσα: эп. aor. 1 к ἕννυμι.