ἠλάκατα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, [[ἠλάκατα]] στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1159.png Seite 1159]] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, [[ἠλάκατα]] στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />fils qu’on tire de la quenouille.<br />'''Étymologie:''' [[ἠλακάτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλάκᾰτα''': -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.
|lstext='''ἠλάκᾰτα''': -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, [[ἠλάκατα]] στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />fils qu’on tire de la quenouille.<br />'''Étymologie:''' [[ἠλακάτη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 17:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάκᾰτα Medium diacritics: ἠλάκατα Low diacritics: ηλάκατα Capitals: ΗΛΑΚΑΤΑ
Transliteration A: ēlákata Transliteration B: ēlakata Transliteration C: ilakata Beta Code: h)la/kata

English (LSJ)

[ᾰκ], ων, τά, only in plural, wool on the distaff, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα Od.6.53,306, cf.7.105; ἠ. στροφαλίζετε 18.315; ἠ. ἀνελισσομένης Alex.Aet.3.4.

German (Pape)

[Seite 1159] τά, die Wolle auf der Spindel u. die Faden, die von der Spindel abgesponnen werden, das Gespinnst, ἠλάκατα στρωφῶσ' ἁλιπόρφυρα, Od. 6, 53. 306. 7, 105. 17, 97, ἠλάκατα στροφαλίζειν, 18, 315, Fäden spinnen, ἑλίσσεσθαι, Alex. Aet. bei Parth. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fils qu’on tire de la quenouille.
Étymologie: ἠλακάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάκᾰτα: -ων, τά, μόνον κατὰ πληθ., τὰ περὶ τὴν ἠλακάτην ἔρια, ἠλάκατα στρωφῶσ’ ἁλιπόρφυρα Ὀδ. Z. 53, 306, πρβλ. Η. 105· ἠλ. στροφαλίζετε Σ. 315.

English (Autenrieth)

pl.: wool, or woollen thread on the distaff; στρωφῶσα, στροφαλίζετε, ‘ply the distaff,’ Od. 18.315. (Od.) (See the first of the cuts below.)

Greek Monolingual

ἠλάκατα, τὰ (Α) ηλακάτη
(μόνο στον πληθ.)
1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα
2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη.

Greek Monotonic

ἠλάκᾰτα: τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλάκᾰτα: (λᾰ) τά шерсть на прялке: ἠ. στρωφᾶν и στροφαλίζειν Hom. прясть шерсть.

Middle Liddell

ἠλάκᾰτα, τά,
the wool on the distaff, Od. only in plural]