ἱμερόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1253.png Seite 1253]] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; [[ἀηδών]] Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1253.png Seite 1253]] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; [[ἀηδών]] Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix charmante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμερόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 ([[ἔνθα]] κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. [[ἡμερόφωνος]].
|lstext='''ἱμερόφωνος''': -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 ([[ἔνθα]] κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. [[ἡμερόφωνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la voix charmante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[φωνή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόφωνος Medium diacritics: ἱμερόφωνος Low diacritics: ιμερόφωνος Capitals: ΙΜΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: himeróphōnos Transliteration B: himerophōnos Transliteration C: imerofonos Beta Code: i(mero/fwnos

English (LSJ)

ον, of lovely voice or song, ἀηδών Sapph.39, Alcm.26 (vulg. ἱεροφ-), Theoc.28.7.

German (Pape)

[Seite 1253] von lieblicher oder sehnsüchtiger Stimme; ἀηδών Sapph. 36; Χάριτες Theocr. 28, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix charmante.
Étymologie: ἵμερος, φωνή.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμερόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν ἐρατεινήν, θελκτικήν, ἀηδὼν Σαπφὼ 42, Ἀλκμὰν 13 (ἔνθα κοινῶς ἱερόφ-), Θεόκρ. 28. 7· πρβλ. ἡμερόφωνος.

Greek Monolingual

ἱμερόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει φωνή γεμάτη πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. οξύφωνος, πολύφωνος].

Greek Monotonic

ἱμερόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμερόφωνος: (ῑμ) прелестно поющий (ἀηδών Sappho; Χάριτες Theocr.).

Middle Liddell

ἱμερό-φωνος, ον φωνή
of lovely voice or song, Theocr.