ὀξυπαγής: Difference between revisions
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); [[κάραβος]], stachlig, Opp. H. 1, 261. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); [[κάραβος]], stachlig, Opp. H. 1, 261. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aiguisé <i>ou</i> aigu pour s'enfoncer <i>ou</i> pénétrer;<br /><b>2</b> armé de pinces <i>ou</i> d’aiguillons.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠπᾰγής''': -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· [[ὄνυξ]] Νόνν. Δ. 14. 385· [[ἀκανθώδης]], [[κάραβος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 261. | |lstext='''ὀξῠπᾰγής''': -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· [[ὄνυξ]] Νόνν. Δ. 14. 385· [[ἀκανθώδης]], [[κάραβος]] Ὀππ. Ἁλ. 1. 261. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.); ὄνυξ Nonn.D.14.385; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.
German (Pape)
[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s'enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.
Greek Monolingual
ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].
Greek Monotonic
ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠπᾰγής: заостренный, остроконечный (στάλικες Anth.).