ὀρεωκόμος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀρεοκόμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, = [[ὀρεοκόμος]]; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀρεοκόμος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεωκόμος''': ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν [[ἤτοι]] θεραπεύων τοὺς ὀρέας [[ἤτοι]] τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[ἐσφαλμένως]] [[ὀρεοκόμος]], ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
|lstext='''ὀρεωκόμος''': ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν [[ἤτοι]] θεραπεύων τοὺς ὀρέας [[ἤτοι]] τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[συχνάκις]] φέρεται [[ἐσφαλμένως]] [[ὀρεοκόμος]], ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ [[τελευταῖος]] [[οὗτος]] μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui soigne les mulets, muletier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρεύς]], [[κομέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεωκόμος Medium diacritics: ὀρεωκόμος Low diacritics: ορεωκόμος Capitals: ΟΡΕΩΚΟΜΟΣ
Transliteration A: oreōkómos Transliteration B: oreōkomos Transliteration C: oreokomos Beta Code: o)rewko/mos

English (LSJ)

A, (ὀρεύς) muleteer, Ar.Th.491,Fr.633,IG22.10B4 (v/iv B. C.), 1673.18 (iv B. C.), Pl.Ly.208b, X.HG5.4.42, Hyp.Lyc.5.—In codd. freq. misspelt ὀρεοκόμος, as in Pl.l.c., Poll.7.183, Hsch.; the latter also cites a form ὀρειοκόμος, which may be an Ep. spelling of ὀρη(ϝ)οκόμος, the older form implied by ὀρεωκόμος.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, = ὀρεοκόμος; Ar. Thesm. 491; Xen. u. sonst oft, als v.l. für ὀρεοκόμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soigne les mulets, muletier.
Étymologie: ὀρεύς, κομέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεωκόμος: ὁ, (ὀρεὺς) ὁ κομῶν ἤτοι θεραπεύων τοὺς ὀρέας ἤτοι τὰς ἡμιόνους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 491, Ἀποσπ. 531, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 42· ἴδε Schneidewin Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως ὀρεοκόμος, ὀρεοκομέω, ὡς παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Ζ΄, 183, Ἡσύχ.· ὁ τελευταῖος οὗτος μνημονεύει καὶ τύπον ὀρειοκόμος, «ὀρειοκόμος, ὁ τὰς ἡμιόνους θεραπεύων». - Ἴδε Κόντον ἐν τῷ περιοδικῷ «Σωκράτει τ. 1, σ. 533 καὶ ἐν τῇ «Ἑβδομάδι» 1884, Δελτ. 24, σ. 3.

Greek Monolingual

ὀρεωκόμος και ὀρειοκόμος και ὀρεοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει ημιόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, -έως «ημίονος» + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος. Το θεματικό φωνήεν -ω- του τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση της γεν. ὀρέως. Ο τ. όρεοκόμος μαρτυρείται σε κώδικες και σε επιγραφές, ενώ ο τ. ὀρειοκόμος είναι πιθ. επικ. σχημ. ενός αμάρτυρου αρχικού ὀρη(F)οκόμος].

Greek Monotonic

ὀρεωκόμος: ὁ (ὀρεύς, κομέω), αυτός που φροντίζει μουλάρια, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεωκόμος: v.l. Arph. ὀρεοκόμος ὁ погонщик мулов Plat., Xen., Arph., Plut.

Middle Liddell

ὀρεω-κόμος, ὁ, ὀρεύς, κομέω
a muleteer, Plat., Xen.